- Δανία
- Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ βρέχεται σε όλα τα άλλα τμήματά της, Δ και Β από τη Βαλτική θάλασσα (το στενό του Σκαγεράκη τη χωρίζει από τη Νορβηγία) και Α από τη Βόρεια θάλασσα (το στενό του Κατεγάτη τη χωρίζει από τη Σουηδία).Η Δ. αποτελεί τη φυσική γέφυρα ανάμεσα στην ηπειρωτική Ευρώπη και στη Σκανδιναβία και από βορρά προς νότο μαζί με το πλήθος των νησιών (περίπου 500, από τα οποία τα 100 κατοικούνται) ανάμεσα στη Βαλτική Θάλασσα από ανατολικά και στη Βόρεια θάλασσα από δυτικά. Μεγάλο τμήμα του εδάφους απλώνεται πάνω στη χερσόνησο της Γιουτλάνδης, που ενώνεται με τη Γερμανία, σύμφωνα με ένα κατά συνθήκη ορόσημο 65 χλμ. που καθορίστηκε μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο με το δημοψήφισμα του 1920, που έδινε στο δανέζικο στέμμα το βόρειο Σλέσβιχ αποκτώντας έτσι ξανά τα όρια που είχαν καθοριστεί τον 9ο αι. από τους Δανούς βασιλιάδες απέναντι στον επεκτατισμό της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Εκτός από αυτή τη μικρή σύνδεση με την ξηρά, η χώρα δεν οροθετείται παρά μόνο από τη θάλασσα που περιβάλλει τα νησιά και τη χερσόνησο των 7.500 χλμ. Η Δ. είναι διαιρεμένη σε 14 κομητείες (διαμερίσματα), που απλώνονται στα πέντε ιστορικά γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας, και σε δύο μείζονες περιφέρειες πόλεων. Πιο αναλυτικά, τα 16 διοικητικά διαμερίσματα της χώρας, ανά ιστορική γεωγραφική περιοχή και αλφαβητικά (σε παρένθεση η έκταση σε τ. χλμ., η πρωτεύουσα και ο πληθυσμός τους το 2001) είναι: στη Γιουτλάνδη (Jylland ή Jutland, 29.766 τ. χλμ.) οι κομητείες Βάιλε (Vejle, 2.997, Βάιλε, 349.186), Βίμποργκ (Viborg, 4.122, Βίμποργκ, 233.921), Βόρεια Γιουτλάνδη (Nordjylland, 6.173, Όλμποργκ, 494.833), Κεντρική ή Νότια Γιουτλάνδη (Sonderjylland, 3.939, Όμπενρο, 253.249), Όρχους ή Άαρχους (Arhus, 4.561, Όρχους, 640.637), Ρίμπε (Ribe, 3.131, Ρίμπε, 224.446) και Ρίνγκεμπινγκ (Ringkobing, 4.854, Ρίνγκεμπινγκ, 273.517)· στα νησιά Λόλαντ και Φάλστερ (Lolland – Falster) η κομητεία Στόρστρεμ (Storstrom, 3.939, Νίκεμπινγκ Φάλστερ, 259.691)· στο νησί Μπόρνχολμ (Bornholm, 588 τ. χλμ.) η ομώνυμη κομητεία (Bornholm, 588, Ρένε, 44.126)· στο νησί Σγελάνδη ή Ζηλανδία (Sjelland, 7.448 τ. χλμ.), οι κομητείες Δυτική Σγελάνδη (Vestsjelland, 2.983, Σόρε, 296.875), Κοπεγχάγη (Kobenhavn, 526, Κοπεγχάγη, 615.115), Ρόσκιλντ (Roskilde, 891, Ρόσκιλντ, 233.212), Φρεντέρικσμποργκ (Frederiksborg, 1.347, Χίλερεντ, 368.116) και οι μείζονες περιφέρειες των πόλεων της Κοπεγχάγης (Kobenhavns, 88 τ. χλμ., 499.148) και Φρεντέρικσμπεργκ (Frederiksberg, 9 τ. χλμ., 91.076)· και τέλος, στο νησί Φιν (Funen ή Fyn) η ομώνυμη κομητεία (Fyn, 3.486, Όντενσε, 472.064). Η Δ. διατηρεί και δύο κτήσεις εκτός των εδαφών της. Πρόκειται για τα νησιά Φερόε (46.011 κάτ. το 2002), ένα νησιωτικό σύμπλεγμα (18 νησιά) στον βόρειο Ατλαντικό, και τη Γροιλανδία (56.376 κάτ. το 2002), επίσης στον βόρειο Ατλαντικό, οι οποίες είναι αμφότερες αυτοδιοικούμενες περιοχές.Επίσημη γλώσσα του κράτους είναι η δανέζικη. Ομιλούνται ακόμη τα γερμανικά από μια μειονότητα στα νότια της χώρας, τα αγγλικά ως δεύτερη γλώσσα από την πλειοψηφία του πληθυσμού καθώς και οι διάλεκτοι των νήσων Φερόε και της Γροιλανδίας στις αντίστοιχες περιοχές. Εθνολογικά, η Δ. είναι συμπαγής χώρα, με 96% Δανούς (φυλετικά Σκανδιναβοί). Υπάρχουν ακόμα μικρές μειονότητες μεταναστών εργατών, κυρίως Τούρκων, Ιρανών και Πακιστανών, στους οποίους ήρθαν να προστεθούν πρόσφυγες από την πρώην Γιουγκοσλαβία και τη Σομαλία. Στα νησιά Φερόε και στη Γροιλανδία υπάρχουν φυλετικά αυτόνομοι γηγενείς πληθυσμοί (στη δεύτερη οι Ινουίτες).Ο συνταγματικός χάρτης που ισχύει και σήμερα (Grundlor) ορίζει ότι η Δ. είναι συνταγματική μοναρχία στην οποία ο βασιλιάς ασκεί την εκτελεστική εξουσία, από κοινού με την κυβέρνηση, και τη νομοθετική, από κοινού με τη βουλή. Σύμφωνα με το σύνταγμα, ο μονάρχης δεν μπορεί να αναλάβει διεθνείς πρωτοβουλίες υψηλής σημασίας χωρίς τη συγκατάθεση της βουλής. Επίσης, το σύνταγμα του 1953 περιόριζε το δικαίωμα διαδοχής μόνο στους απογόνους του Χριστιανού Ι’ (παππού της σημερινής βασίλισσας Μαργαρίτας Β’). Η βασιλεύουσα δυναστεία είναι από το 1852 αυτή των Σλέσβιχ-Χόλσταϊν-Σόντερμπουργκ-Γλίξμπουργκ. Τέλος, ο μονάρχης πρέπει να ακολουθεί το επίσημο δόγμα της Εκκλησίας της Δ. (ευαγγελική-λουθηρανική). Η βουλή (Folketing) αποτελείται από ένα σώμα, από το 1953, οπότε καταργήθηκε η άνω βουλή (γερουσία). Τα 179 μέλη της εκλέγονται με καθολική ψηφοφορία κάθε τέσσερα χρόνια (δικαίωμα ψήφου έχουν όλοι άνω των 18 ετών), ενώ από το σώμα αυτό δύο βουλευτές αντιπροσωπεύουν τις νήσους Φερόε και δύο τη Γροιλανδία. Η κυβέρνηση μπορεί, με τη συγκατάθεση του βασιλιά, να διαλύσει τη βουλή πριν από τη λήξη της κανονικής περιόδου. Για την κύρωση οποιουδήποτε νόμου απαιτείται ψηφοφορία σε τρία στάδια, ενώ για την ακύρωση οποιουδήποτε νόμου απαιτείται δημοψήφισμα, το οποίο πρέπει να το ζητήσουν τα τρία τέταρτα των βουλευτών. Οι συνταγματικοί νόμοι πρέπει να εγκρίνονται από δύο συνεχείς περιόδους της βουλής και από ένα δημοψήφισμα. Η επικύρωση των νόμων από τον βασιλιά είναι φυσικά απαραίτητη. Το άρθρο 20 του συντάγματος επιτρέπει στη βουλή να μεταβιβάζει μερικά από τα δικαιώματά της σε οργανισμούς διεθνούς συνεργασίας. Κάθε κομητεία (διαμέρισμα) διοικείται από έναν κυβερνήτη (amtmand), λειτουργό διορισμένο από την κυβέρνηση, και από ένα συμβούλιο που εκλέγεται κάθε τέσσερα χρόνια με καθολική ψηφοφορία και με το σύστημα της απλής αναλογικής. Οι κομητείες υποδιαιρούνται σε 275 δήμους που διοικούνται από ένα συμβούλιο. Η δομή της αυτοδιοίκησης της μητροπολιτικής περιφέρειας της Κοπεγχάγης είναι πιο πολύπλοκη: το συμβούλιο αποτελείται από 55 μέλη και συγκροτεί μια εκτελεστική επιτροπή (Μagistraten) με έναν πρώτο δήμαρχο, πέντε δημάρχους και πέντε παρέδρους.Τα κυριότερα κόμματα στη Δ. είναι το κεντροαριστερό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα που ιδρύθηκε το 1871, το Συντηρητικό Λαϊκό Κόμμα, το Σοσιαλιστικό Λαϊκό Κόμμα και οι Φιλελεύθεροι. Πρωθυπουργός της χώρας είναι ο Άντερς Φογκ Ρασμούσεν, από τον Νοέμβριο του 2001, ηγέτης του κεντροδεξιού κόμματος των Φιλελευθέρων, ο οποίος αντικατέστησε τον συνονόματό του Πόουλ Ρασμούσεν, ηγέτη των σοσιαλδημοκρατών.Παρότι η δικαστική εξουσία ανήκει αποκλειστικά στο δικαστικό σώμα, οι δικαστές διορίζονται από τον μονάρχη μετά από σχετική πρόταση του εκάστοτε υπουργού Δικαιοσύνης. Το δικαστικό σύστημα είναι διαρθρωμένο: (α) από το ανώτατο δικαστήριο (15 δικαστές), (β) από δύο εφετεία (ένα στην Κοπεγχάγη για τα νησιά και ένα στη Βίμποργκ για τη Γιουτλάνδη) και (γ) από 82 πρωτοβάθμια δικαστήρια. Στην Κοπεγχάγη υπάρχει ένα δικαστήριο εμπορικού και ναυτικού δικαίου από νομικούς και εμπειρογνώμονες τεχνικούς και ένα μόνιμο δικαστήριο για την επίλυση (διαιτησία) διαφορών εργατικού δικαίου. Ένας ειδικός θεσμός στη Δ., που τον έχουν μιμηθεί και άλλες χώρες, είναι το Οmbudsman: στην αρχή κάθε νέας περιόδου της βουλής, εκλέγεται ένας εντεταλμένος σύμβουλος του νομοθετικού σώματος, με ειδική αποστολή να εντοπίζει και να προβάλλει τις ελλείψεις των νόμων και του διοικητικού μηχανισμού, με σκοπό την προστασία του πολίτη.Η ύπαρξη μιας επίσημης Εκκλησίας του κράτους δεν εμποδίζει καθόλου τις θρησκευτικές ελευθερίες του λαού. Σχεδόν το σύνολο του πληθυσμού (95%) εμφανίζεται να ακολουθεί την Ευαγγελική-Λουθηρανική Εκκλησία. Δέκα επίσκοποι διοικούν την εθνική Εκκλησία χωρίς να έχουν καμιά σχέση με την πολιτική ζωή της χώρας. Θρησκευτικές μειονότητες είναι οι καθολικοί (κάτω από έναν επίσκοπο στην Κοπεγχάγη), οι μουσουλμάνοι, οι Εβραίοι και διάφορες άλλες μικρές κοινότητες, μεταξύ των οποίων εκατοντάδες πιστοί της Ορθόδοξης Εκκλησίας.Ο θεσμός της παιδείας στη Δ. είναι θεσμικά οργανωμένος από τον 11ο αι. Από το 1814 η εκπαίδευση είναι υποχρεωτική από 6 έως 16 ετών. Η δωρεάν παιδεία ισχύει για όλο τον κύκλο σπουδών μέσης εκπαίδευσης (μέχρι τα 18 χρόνια δηλαδή). Αλλά και η φοίτηση σε σχολές πανεπιστημιακού επιπέδου είναι σχεδόν δωρεάν. Ιδιαίτερα ανεπτυγμένο είναι το σύστημα των υποτροφιών και των κρατικών επιχορηγήσεων. Η στοιχειώδης εκπαίδευση (9 χρόνια) χωρίζεται σε δύο κύκλους στα δημοτικά σχολεία. Ακολουθούν τμήματα, ποικίλης διάρκειας, τεχνικής και επαγγελματικής ή κλασικής θεωρητικής κατεύθυνσης. Υπάρχει έτσι η δυνατότητα απόκτησης διαφόρων τύπων πτυχίου. Οι εξετάσεις του κράτους επικυρώνουν τα σχολεία κλασικής κατεύθυνσης και ισχύουν και για την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο. Τα σχολεία τεχνικής κατεύθυνσης είναι πολύ διαδεδομένα και οργανωμένα. Υπάρχουν διάφορα πανεπιστήμια, από τα οποία αυτό της Κοπεγχάγης ιδρύθηκε το 1479, τρία πολυτεχνεία και πολυάριθμα άλλα εξειδικευμένα ιδρύματα σε επιστημονικό επίπεδο. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, η Δ. εμφανίζεται να έχει μηδενικό αναλφαβητισμό (δεν συνυπολογίζονται όμως οι μετανάστες), ενώ ένα ποσοστό περίπου 8% του ΑΕΠ της χώρας διατίθεται για την παιδεία.Η στρατιωτική θητεία είναι υποχρεωτική από το 1849. Οι Δανοί καλούνται να υπηρετήσουν μια θητεία διάρκειας 9 έως 12 μηνών. Η Δ. είναι ιδρυτικό μέλος του ΝΑΤΟ και οι ένοπλες δυνάμεις της είναι προσαρμοσμένες στην ατλαντική στρατιωτική διάρθρωση. Ο στρατός ξηράς διαθέτει περίπου 12.900 άτομα, το ναυτικό 4.000 και η αεροπορία 4.500 (2001).Η Δ. ήταν μία από τις πρώτες χώρες που επέβαλε με νόμο από τη δεκαετία του 1930 τον θεσμό της συλλογικής αλληλεγγύης για τους άνεργους εργάτες, τους αρρώστους και τους ανίκανους για εργασία λόγω ηλικίας. Το σύστημα κοινωνικών παροχών περιλαμβάνει: (1) υγειονομική περίθαλψη, υποχρεωτική για όλους τους ενήλικες πολίτες, που καλύπτει τα εννέα δέκατα του πληθυσμού, δωρεάν ιατρική και οδοντιατρική περίθαλψη, με μεγάλες εκπτώσεις στα βασικά φάρμακα και στα έξοδα των κηδειών, ενώ στη διάρκεια ασθένειας εξασφαλίζει για τον ασθενή ένα καθημερινό χρηματικό επίδομα· (2) πρόνοια για τους ανίκανους προς εργασία και για τους ηλικιωμένους, η οποία καλύπτει ολόκληρο τον πληθυσμό (σε όλους είναι εξασφαλισμένη η ελάχιστη σύνταξη μετά τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας)· (3) ασφάλεια για τα εργατικά ατυχήματα, η οποία καλύπτει σχεδόν το σύνολο του εργατικού δυναμικού· (4) ταμεία ανεργίας, που καλύπτουν τα βασικά έξοδα διατροφής, κατοικίας και θέρμανσης· (5) κοινωνικές παροχές υπό τη στενή έννοια (κρατική μέριμνα για τους ηλικιωμένους, τους ανίκανους να εργαστούν, τους τυφλούς και τους άπορους)· (6) μέριμνα για τα μωρά, με άσυλα, ορφανοτροφεία και άλλα παρόμοια ιδρύματα. Ένας νόμος του 1984 προβλέπει ότι οι παροχές αυτές προσφέρονται ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες κάθε πολίτη. Αν και το σύστημα αυτό είναι από τα πιο προηγμένα στον κόσμο, αποτελεί μία από τις κύριες αιτίες της υψηλής φορολογίας στη χώρα. Οι Δανοί αρνούνται πεισματικά να ενταχθούν σε μορφές ιδιωτικής ασφάλισης. Το προσδόκιμο ζωής στη χώρα είναι 74,1 χρόνια για τους άντρες και 79,4 χρόνια για τις γυναίκες (2001).Οι πιο αρχαίες μορφές εδάφους, που έχει διαμορφωθεί από τους παγετώνες, βρίσκονται στη δυτική Γιουτλάνδη: οι Δανοί τις ονομάζουν Βakkoer (δηλαδή νησίδες λόφων) και ο όρος αυτός ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, καθώς υψώνονται στη μέση εκτεταμένων αμμωδών πεδιάδων. Η υπόλοιπη Δ. φέρει το αποτύπωμα της τελευταίας παγετωνικής επέκτασης. Στο βόρειο τμήμα της χερσονήσου και στο δανέζικο αρχιπέλαγος απαντώνται τα χαρακτηριστικά που οφείλονται στο κεντρικό βαθύπεδο που δημιούργησε ο αρχαίος βαλτικός παγετώνας. Στα νησιά, ο παγετώνας, διαβρώνοντας το υπόβαθρο και εναποθέτοντας την άργιλο του βυθού του, δημιούργησε μια χαμηλή πεδιάδα, που σε μερικά σημεία είναι ομοιόμορφη, αλλά τις πιο πολλές φορές παρουσιάζει πολύ μικρές διακυμάνσεις. Υπήρχαν όμως και μάζες που μεταφέρονταν από τους παγετώνες και οι οποίες από την εποχή των ντόλμεν χρησιμοποιήθηκαν κατά το μεγαλύτερο μέρος από τον άνθρωπο. Το πιο ιδιόρρυθμο χαρακτηριστικό που άφησαν στο έδαφος της Δ. είναι οι λεγόμενες κοιλάδες με στοές, που χαράχτηκαν πιθανότατα από τα ποτάμια τα οποία, τροφοδοτούμενα από την αποκοπή και τήξη των παγετώνων, έρρεαν σε στοά κάτω από τον παγετώνα, σαν σε ένα είδος αναγκαστικής μεταφοράς από έναν αγωγό. Τέλος, περίπου το ένα τρίτο της Γιουτλάνδης αποτελείται από μορφές εδάφους που προήλθαν από φαινόμενα ποταμοπαγετωνικής μεταφοράς.Το έδαφος της Δ. αποτελείται από μια χερσόνησο, τη Γιουτλάνδη (Γίλαντ στα δανέζικα) και περίπου 500 νησιά, τα πιο εκτεταμένα από τα οποία είναι η Σγελάνδη ή Ζηλανδία (νησί της θάλασσας), η Φιν ή Φιονία και η Λόλαντ. Τα νησιά αυτά κατά το μεγαλύτερο μέρος καταλαμβάνουν τους θαλάσσιους βραχίονες που βρίσκονται απέναντι από τη νοτιοδυτική ακτή της Σουηδίας· κάπως αποχωρισμένο είναι μόνο το νησί Μπόρνχολμ, στη Βαλτική θάλασσα. Η γειτνίαση αυτή με τη Σκανδιναβική χερσόνησο και το άνοιγμα στις βόρειες θάλασσες καθιστούν τη Δ. κατά κάποιον τρόπο περιθωριακή σε σχέση με την κεντρική Ευρώπη, της οποίας μπορεί να θεωρηθεί ως γέφυρα προς τον βορρά. Το ανάγλυφο φέρει παντού τα ίχνη της παγετωνικής και μεταπαγετωνικής δράσης. Γι’ αυτό ακριβώς παρουσιάζει ποικιλία η διαμόρφωση της χώρας, παρότι το μεγαλύτερο υψόμετρό της φτάνει τα 173 μ. στο Έγερ Μπάβνεχεϊ. Η απόλυτα μονότονη πεδιάδα δεν καλύπτει παρά μόλις το ένα εικοστό της όλης επιφάνειας. Σχεδόν παντού το τοπίο αποτελείται από κυματώσεις, πτυχές και υψώματα με αρκετά απόκρημνες πλευρές. Η σημερινή περίμετρος των ακτών της Δ. –που η ανάπτυξή τους σε μήκος πλησιάζει τα 7.500 χλμ. – προέρχεται από μια ανύψωση των γαιών με επακόλουθο την υποχώρηση της θάλασσας, που από την εποχή του ορειχάλκου έως σήμερα μπορεί να υπολογιστεί περίπου σε 25 μ.: πρόκειται για ένα κοινό φαινόμενο σε όλες τις σκανδιναβικές χώρες. Παρά τον κατακερματισμό των ακτών της, η Δ. είναι ευρύτατα ανοιχτή στη θάλασσα, αλλά συγχρόνως προστατεύεται από αυτήν, ιδιαίτερα στην ανατολική πλευρά· έχει όμως το μειονέκτημα να προσφέρει σε μια θάλασσα πλούσια σε διακίνηση και αλιεία, όπως η Βόρεια θάλασσα, τη δυτική πλευρά –την πιο αφιλόξενη– των ακτών της. Πράγματι, ο προσανατολισμός από τον νότο προς τον βορρά την εκθέτει στις θύελλες των δυτικών ανέμων, που προκαλούν μερικές φορές καταστρεπτικές πλημμύρες στα πιο χαμηλά εδάφη. Λεπτές παράκτιες ζώνες έχουν μετατρέψει τους κόλπους σε λιμνοθάλασσες (φιόρδ Ρίνγκεμπινγκ, φιόρδ Νίσουμ, Νίσουμ Μπρέντνινγκ). Οι πόλεις και τα λιμάνια βρίσκονται στα σημεία όπου οι ποταμοί εκβάλλουν στις λιμνοθάλασσες των ακτών. Οι νοτιοδυτικές ακτές θυμίζουν την εισβολή της θάλασσας, που διέσπασε σε πολλά σημεία τις παράκτιες ζώνες, μετατρέποντάς τες σε νησιά (Φάνε, Μάντε, Ρέμε). Την πραγματική όμως δανέζικη θάλασσα αποτελεί ο Κατεγάτης, ο Μεγάλος και ο Μικρός Μπελτ (Βέλτης). Τα μεγαλύτερα λιμάνια βρίσκονται στις ανατολικές ακτές, που προστατεύονται καλύτερα. Το ανατολικό μέτωπο της Γιουτλάνδης χαρακτηρίζεται από την παρουσία βαθιών και ελικοειδών κόλπων, των φιόρδ, τα οποία πολύ είναι πολύ διαφορετικά από τα αντίστοιχα νορβηγικά και θεωρούνται γενικά ως καταβυθισμένες κοιλάδες με στοές. Τα σπουδαιότερα φιόρδ (Λιμφιόρντεν και Μάριαγκερ Φιόρντ) έχουν μήκος πάνω από 30 χλμ. και πλάτος αρκετά χιλιόμετρα· τα μικρότερα έχουν μήκος 4 ή 5 χλμ. και πλάτος μερικές εκατοντάδες μέτρα. Όλα έχουν κατεύθυνση από τα ανατολικά στα δυτικά και δεν έχουν πλευρικές διακλαδώσεις, προχωρούν όμως μερικές φορές προς το εσωτερικό με μια σειρά από λίμνες. Σε αυτά βρίσκονται τα σπουδαιότερα λιμάνια, όπως η Όλμποργκ και η Βάιλε.Στο κλίμα της Δ. παρατηρείται ένας συνδυασμός επιδράσεων που αποτελεί ακριβώς και την ιδιορρυθμία του. Επικρατούν οι άνεμοι του Ατλαντικού, που πνέουν με συνεχείς μεταβολές διεύθυνσης. Οι ημέρες άπνοιας είναι σπάνιες, ιδιαίτερα στο δυτικό τμήμα της Γιουτλάνδης. Παρ’ όλα αυτά, το κλίμα οφείλει στη θαλάσσια επίδραση την ομοιόμορφα εύκρατη φυσιογνωμία του. Οι μέσες θερμοκρασίες κατεβαίνουν στους –1,5οC τον Ιανουάριο και κυμαίνονται γύρω στους 17οC τον Ιούλιο. Φυσικά, η χειμερινή θερμοκρασία είναι πιο ήπια κατά μήκος των ακτών, ενώ είναι χαμηλότερη στο εσωτερικό της Γιουτλάνδης· το καλοκαίρι, οι μέγιστες θερμοκρασίες παρατηρούνται στο Σλέσβιχ. Η άνοιξη αρχίζει αργά, αλλά σε αντιστάθμισμα το φθινόπωρο είναι πολύ γλυκό. Η ατμόσφαιρα είναι αρκετά υγρή κατά τον χειμώνα: ένα παραπέτασμα από σύννεφα και ομίχλη κρύβει για μακριές περιόδους τον ήλιο. Την άνοιξη, όμως, ο ουρανός ξανοίγει από τους σφοδρούς βόρειους και βορειοανατολικούς ανέμους. Το καλοκαίρι είναι πολύ φωτεινό και παρουσιάζει μια τέτοια ελάττωση της σχετικής υγρασίας ώστε να κάνει δυνατή την καλλιέργεια δημητριακών και φρούτων. Οι βροχές, λόγω της σχεδόν απόλυτης έλλειψης ορεινών αναγλύφων, είναι μέτριες (650 χιλιοστά τον χρόνο κατά μέσο όρο)· συχνά πέφτουν υπό μορφή σφοδρής νεροποντής κατά τα τέλη του καλοκαιριού. Γενικά η βροχόπτωση συγκεντρώνεται από τον Αύγουστο έως τον Οκτώβριο· η άνοιξη είναι συχνά πολύ ξηρή, σχετικά με τις απαιτήσεις των καλλιεργειών.Η φυσική βλάστηση είναι στην ουσία εκείνη της περιοχής του Ατλαντικού, με επικράτηση όμως των ειδών του ψυχρού περιβάλλοντος. Εκτεταμένα είναι τα δάση με οξιές και κωνοφόρα (δασώδη πεύκα, έλατα), τα τελευταία αυτά συνήθως με τεχνητή φύτευση, γιατί ο αρχικός δασικός μανδύας έχει αλλάξει. Οι οξιές είναι ιδιαίτερα πυκνές στη Γιουτλάνδη και στο βορειοδυτικό τμήμα της Σγελάνδης. Άγρια όψη, αντίθετα, παρουσιάζουν τα άγονα, αμμώδη παράκτια εδάφη, όπου τυπικό φυτό είναι η ερείκη.Η κατακερματισμένη μορφή και η περιορισμένη έκταση του εδάφους περιορίζουν και την υδρογραφία της Δ. σε αρκετά μικρές αναλογίες. Ο πιο μακρύς ποταμός, ο Γκούντενο, που διαρρέει τη Γιουτλάνδη και εκβάλλει στο Ράντερς Φιόρντ, δεν φτάνει τα 150 χλμ. Εξάλλου, η πεδινή μορφολογία κάνει δύσκολη τη φυσική προς τα κάτω ροή των νερών και αυτό είχε δημιουργήσει λίμνες και βαλτώδεις εκτάσεις, που όμως έχουν τώρα πια τελείως αποξηρανθεί.Τα πρώτα ανθρώπινα ίχνη στο έδαφος της Δ. δείχνουν έναν πληθυσμό μάλλον νομάδων κυνηγών. Αργότερα, χάρη στην πλούσια παράκτια θαλάσσια πανίδα άρχισε να εμφανίζεται ένας λαός που ασχολιόταν με την αλιεία και το κυνήγι (ο οποίος άφησε στους Κjokkenmoddinger, μεγάλους σωρούς απορριμμάτων, μαρτυρίες της δραστηριότητάς του και των ειδών που κατανάλωνε), έως την εποχή του σιδήρου, όταν εμφανίστηκαν λαοί που εισέβαλαν στη χώρα και συνέχισαν τη γεωργική παράδοση. Κατά τους χρόνους της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, οι Δανοί ήταν πια οργανωμένοι σε χωριά, που με τη σειρά τους ήταν συγκεντρωμένα σε Ηerred (καντόνια), που διοικούνταν από τους Τing (συμβούλους). Ανώτατος αρχηγός ήταν ο βασιλιάς που εκλεγόταν από τον λαό. Κατά την περίοδο εκείνη μπορούμε να διακρίνουμε τρεις τύπους χωριού: το στρογγυλό ή τετράγωνο χωριό, με τα σπίτια διατεταγμένα γύρω από έναν κεντρικό ελεύθερο χώρο· το χωριό που ήταν ευθυγραμμισμένο κατά μήκος ενός δρόμου· και το χωριό που στηριζόταν σε ένα τοπογραφικό στοιχείο. Τα πρωτόγονα αυτά κατοικημένα κέντρα κατείχαν τα πιο εύφορα μέρη της χώρας, περισσότερο στο εσωτερικό παρά στις ακτές: η Βίμποργκ και η Χόλστεμπρο στη Γιουτλάνδη, οι Όντενσε, Σλάγκελσε και Ρόσκιλντ στα νησιά. Πολυάριθμα παράκτια κατοικημένα κέντρα καταλήφθηκαν αργότερα διαδοχικά από τους Βίκινγκς. Τον Μεσαίωνα εμφανίστηκε η φεουδαρχία και εξελίχθηκε η Εκκλησία. Οι μοναχοί και οι φεουδάρχες ανέλαβαν το έργο της εκχέρσωσης μεγάλων δασικών εκτάσεων και ίδρυσαν νέα χωριά. Στο μεταξύ οι Δανοί είχαν γίνει λαός θαλασσοπόρων και εμπόρων. Κατά την περίοδο εκείνη γεννήθηκαν ναυτικές πόλεις, όπως η Όρχους, η Όλμποργκ, η Ράντερς και η Κοπεγχάγη. Κατά τους επόμενους αιώνες εμφανίστηκαν και άλλες πόλεις, αλλά εκείνες που υπήρχαν ήδη δεν παρουσίασαν αισθητή ανάπτυξη έως τα μέσα του 19ου αι. Και ο πληθυσμός επίσης της υπαίθρου παρέμεινε στάσιμος, συγκεντρωμένος σε χωριά έως το 1800.Από το 1781 ψηφίστηκαν νόμοι για την απελευθέρωση και την ανακατανομή των αγροτικών κτημάτων (Udskifning), που είχαν ως αποτέλεσμα τη βαθμιαία διάλυση πολλών χωριών. Κι όταν άρχισαν να πουλιούνται οι βοσκότοποι που πρώτα ήταν κοινοί για όλους τους κατοίκους του χωριού, χτίστηκαν σε αυτούς νέα σπίτια, που τόνιζαν ακόμα περισσότερο τη διασπορά των οικισμών. Κατά το δεύτερο μισό του 19ου αι. παρατηρήθηκε η είσοδος της Δ. στη νεότερη πολεοδομική εποχή, ταυτόχρονα με μια περίοδο αισθητής δημογραφικής ανόδου. Στις αρχές του 19ου αι., η Δ. είχε μέσα στα σημερινά της σύνορα περίπου 930.000 κατ. Το 1925 ο πληθυσμός είχε ανέλθει σε 3.430.000 και το 1951 σε 4.300.000, για να φτάσει το 2001 τα 5.352.815 κατ., κάτι που σημαίνει ότι μέσα σε 170 χρόνια ο πληθυσμός της χώρας πενταπλασιάστηκε. Το ποσοστό της ετήσιας αύξησης, που στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. ήταν μόλις 0,85% (πολύ χαμηλό για την εποχή εκείνη), πέρασε το 1% στις αρχές του 20ού αι. και έφτασε περίπου το 1,3% το 1910. Αργότερα, οι πολεμικές συγκρούσεις και η εξέλιξη της ζωής στις πόλεις περιόρισαν τη φυσική δημογραφική άνοδο, που διατηρήθηκε μεταξύ 0,7% και 0,8% τη δεκαετία του 1960, για να κατέβει το 1971 στο 0,5% και στο 0,3% το 2002, με συνέπεια, εξαιτίας και της αύξησης του μέσου όρου ζωής, τη γήρανση του πληθυσμού (λιγότεροι νέοι στο σύνολο του πληθυσμού), φαινόμενο που παρατηρείται σχεδόν σε όλες τις χώρες της βορειοκεντρικής Ευρώπης. Αρκετά αξιοσημείωτη είναι εξάλλου η εξερχόμενη μετανάστευση, που κατευθύνεται κυρίως προς τις ΗΠΑ και τον Καναδά. Ο σημερινός πληθυσμός, πολύ συμπαγής από εθνική άποψη, κατοικεί κατά το μισό του σχεδόν στις πόλεις, ενώ ο υπόλοιπος είναι αγροτικός. Οι πόλεις είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος τους κέντρα μικρής σπουδαιότητας και μέτριας εμφάνισης. Δεν είναι ούτε αγροτικά χωριά αλλά ούτε και καθαυτό πόλεις. Είναι ωστόσο πιο υψηλός ανάμεσα στους κατοίκους ο αριθμός αυτών που εργάζονται στις βιομηχανίες και βιοτεχνίες· στη δεύτερη θέση έρχονται οι γεωργοί και ύστερα εκείνοι που ασχολούνται με το εμπόριο, οι υπάλληλοι και οι ελεύθεροι επαγγελματίες, όπως συμβαίνει συνήθως σε όλες τις δυτικοευρωπαϊκές χώρες. Ο πληθυσμός της Δ., που παρουσιάζει μέση πυκνότητα 125 κατ. ανά τ. χλμ., δεν είναι ομοιόμορφα κατανεμημένος στα διάφορα μέρη του εδάφους. Σε γενικές γραμμές, η Γιουτλάνδη είναι πιο αραιοκατοικημένη, το νησί Φιν παρουσιάζει τις μέσες τιμές της χώρας και η Σγελάνδη είναι η πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή. Η επίδραση των φυσικών συνθηκών είναι φανερή. Στο ανατολικό τμήμα, όπου το περιβάλλον είναι λιγότερο εχθρικό, υπάρχουν πόλεις με δραστήρια λιμάνια και η πυκνότητα είναι υψηλή. Πιο υψηλές τιμές παρατηρούνται και στο βόρειο τμήμα του νησιού Φιν και στο βορειοανατολικό τμήμα της Σγελάνδης, με μέγιστη συγκέντρωση πληθυσμού στην περιοχή της Κοπεγχάγης και των προαστίων της.Μέχρι τον 18ο αι., η ιδιοκτησία που αποτελούσε ένα αγρόκτημα ήταν διαιρεμένη σε πολυάριθμα μικρά ανεξάρτητα τμήματα. Με τον τρόπο αυτό χανόταν πολύς καιρός μόνο για να πάει κανείς στους αγρούς και να γυρίσει, εφόσον οι χωρικοί ήταν συγκεντρωμένοι στα χωριά. Από το 1781, όμως, ειδικοί νόμοι ευνόησαν και την ανασύνθεση των μεμονωμένων κλήρων, που ήταν αρκετά εκτεταμένοι ώστε να συντηρήσουν μια οικογένεια, καθώς και τη δημιουργία νέων αγροκτημάτων σε καλλιεργήσιμα εδάφη, βοηθώντας ταυτόχρονα τους χωρικούς να γίνουν ιδιοκτήτες. Με την αποκέντρωση των αγροικιών, τα χωριά έχασαν λίγο τα αγροτικά χαρακτηριστικά τους, αλλά γενικά διατηρούν την αρχέγονη μορφή, τοποθετημένα στο κέντρο διεσπαρμένων αγροκτημάτων. Στην ανατολική Γιουτλάνδη εξακολουθούν να υπάρχουν τα παλαιά συγκεντρωμένα χωριά· στο νησί Φιν επικρατούν πολύ εκτεταμένα σε μήκος χωριά, με τα σπίτια ευθυγραμμισμένα κατά μήκος του κύριου δρόμου ή κατά μήκος ποταμού. Στο μεσαίο τμήμα της Γιουτλάνδης και στη Σγελάνδη διατηρήθηκε το Solskifte, χωριό που αποτελείται από τετράγωνα οικοδομήματα γύρω από έναν στρογγυλό ή τετράγωνο ανοιχτό χώρο (Furta), που χρησίμευε ως τόπος συγκέντρωσης, αλλά ταυτόχρονα και ως τόπος βοσκής των ζώων. Στα νησιά, ιδιαίτερα στη Φιν, βρίσκονται συχνά μεμονωμένα νοικοκυριά μέσα σε μεγάλα κτήματα. Μόνο μερικά δωμάτια χρησιμοποιούνται για κατοικία: τα υπόλοιπα χρησιμεύουν ως αποθήκες, αμαξοστάσια και στάβλοι. Τα σύγχρονα αγροτικά σπίτια, που έχουν σχεδόν παντού αντικαταστήσει τα παλιά, διαθέτουν γερούς τοίχους από τούβλα και στέγη από κεραμίδια. Γενικά, κάθε σπίτι περιβάλλεται από ένα δασύλλιο ή από ένα παραπέτασμα δέντρων, που το προστατεύουν από την ορμή του ανέμου. Μικροί κήποι από ζωηρόχρωμα λουλούδια, παρτέρια, γεράνια στα παράθυρα δίνουν στα σπίτια μια πολύ φροντισμένη όψη.Μετά τον 9ο αι. η Δ. άρχισε να ενισχύεται, πολιτικά και οικονομικά, εκμεταλλευόμενη τη γεωγραφική της θέση στη Βαλτική. Το αποκορύφωμα αυτής της πρώτης ευνοϊκής ιστορικής περιόδου ήταν τον 13ο αι., όταν άρχισαν να ξεπροβάλλουν οι πρώτες μεγάλες πόλεις και να ενισχύεται μια αστική κοινωνία που ζούσε από την αλιεία και την επικοινωνία με τα γερμανικά κρατίδια. Την εποχή εκείνη, το πολιτικό κέντρο της χώρας ήταν η Βίμποργκ, στην καρδιά της χερσονήσου της Γιουτλάνδης. Τον 15ο αι. η αυλή μεταφέρθηκε στην Κοπεγχάγη, η θέση της οποίας αξιοποιήθηκε στο διάστημα αυτό εξαιτίας της βαρύτητας που απέκτησε για την οικονομία η ναυσιπλοΐα. Στους επόμενους αιώνες αναπτύχθηκαν και άλλα παραθαλάσσια κέντρα. Από το 1850 και μετά η εξάπλωση του σιδηροδρομικού δικτύου και η εκβιομηχάνιση είχαν ως αποτέλεσμα μια πιο γρήγορη αστικοποίηση και μια ριζική αλλαγή στην κατανομή του πληθυσμού, μεγάλο μέρος του οποίου μετακινήθηκε από τα χωριά προς τις πόλεις. Σήμερα, τα σημαντικότερα αστικά κέντρα της χώρας είναι (σε παρένθεση ο πληθυσμός τους το 2001· για περισσότερες πληροφορίες βλ. επιμέρους αντίστοιχα λήμματα) η πρωτεύουσα Κοπεγχάγη (Kobenhavn, 499.148), η Όρχους ή Άαρχους (Arhus, 218.380), η Όντενσε (Odense, 114.849), η Όλμποργκ (Alborg, 119.996), η Έσμπγεργκ (Esbjerg, 73.046), η Ράντερς (Randers, 56.008) και η Κόλντινγκ (Kolding, 53.687).Η Δ. είναι από τις σκανδιναβικές χώρες που, κυρίως για ιστορικούς και γεωγραφικούς λόγους, δέχτηκε τις επιδράσεις από τον ευρωπαϊκό φιλελευθερισμό. Έτσι, οι κρατικές παρεμβάσεις στην οικονομία είναι μεν αισθητές, αλλά μετρημένες. Για παράδειγμα, το κράτος εμποδίζει τη δημιουργία μεγάλων γεωργικών ιδιοκτησιών, αλλά αντίθετα ενθαρρύνει τις μικρές συνεταιριστικές καλλιέργειες, με αποτέλεσμα τον κατακερματισμό της καλλιεργήσιμης γης. Η οικονομία αναπτύχθηκε με βάση κυρίως τη γεωργία, που ευνοήθηκε από το ήπιο κλίμα και από το πεδινό έδαφος που καλλιεργείται σχεδόν ολόκληρο και είναι εκχερσωμένο. Τα αποτελέσματα στον πρωτογενή αυτό τομέα αντιστάθμισαν την έλλειψη ορυκτών κοιτασμάτων και ενεργειακών πηγών. Κατά την εικοσαετία 1950-70, η ορθολογική οργάνωση των γεωργικών δραστηριοτήτων συνέβαλε τόσο στην ανάπτυξη της παραγωγής όσο και στην έξοδο εργατών προς τη βιομηχανία. Οι αρχές, διαπιστώνοντας ότι η γεωργία δεν προσέφερε δυνατότητες επέκτασης τέτοιες που να εγγυώνται την άνοδο του βιοτικού επιπέδου, προσπάθησαν να ευνοήσουν τις επενδύσεις στη μεταποιητική βιομηχανία –προσφεύγοντας κυρίως σε ξένα κεφάλαια– και στις εξαγωγές προϊόντων, για να μειωθεί το έλλειμμα που για πολλά χρόνια χαρακτήριζε το εμπορικό ισοζύγιο της Δ. Η βιομηχανική ανάπτυξη υπήρξε μάλλον ισορροπημένη, χωρίς αναταραχές, γι’ αυτό και η μετατόπιση των εργατικών χεριών από τον πρωτογενή τομέα στον δευτερογενή και στον τριτογενή δεν προκάλεσε την εγκατάλειψη της υπαίθρου, η οποία διατήρησε τον κανονικό πληθυσμό της. Η προσχώρηση στην ΕΖΕΣ (Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελευθέρων Συναλλαγών) και ύστερα στην ΕΟΚ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση άνοιξε νέες αγορές στη δανέζικη παραγωγή. Η οικονομία της Δ. θεωρείται από τις λιγότερο προβληματικές στην ΕΕ γιατί είχε από νωρίς (δεκαετία 1980) εφαρμόσει μια αυστηρή δημοσιονομική πολιτική. Τα τελευταία χρόνια όμως αντιμετώπισε και αυτή ορισμένα προβλήματα. Εξάλλου, η πορεία προς την ενοποιημένη Ευρώπη της επιβάλλει ορισμένους ρυθμούς που πρέπει να ακολουθήσει. Το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) ήταν 136.200 εκατ. δολ. το 2000 και το κατά κεφαλήν εισόδημα 25.500 δολ. ΗΠΑ, που είναι από τα υψηλότερα στον κόσμο. Αυτός άλλωστε ήταν και ο λόγος που ο λαός της Δ. δεν ενέκρινε στο δημοψήφισμα που διενεργήθηκε το 2000 την είσοδο της χώρας στη ζώνη του ευρώ, αν και όλα τα μεγάλα πολιτικά κόμματα της χώρας είχαν εκφραστεί υπέρ της. Στον αγροτικό τομέα απασχολείται περίπου το 3% του ενεργού πληθυσμού, στη βιομηχανία το 25% και το υπόλοιπο 72% απασχολείται στον τομέα των υπηρεσιών. Ένα μεγάλο ποσοστό της γης αξιοποιείται για κτηνοτροφικούς σκοπούς. Τα βασικά προϊόντα της Δ. είναι τα γαλακτοκομικά. Εκτρέφονται περίπου 11,5 εκατ. χοίροι και 1,8 εκατ. αγελάδες. Τα περισσότερα κτηνοτροφικά προϊόντα της Δ. εξάγονται σε ευρωπαϊκές χώρες. Η αλιεία αποτελεί επίσης έναν χώρο σημαντικής απασχόλησης (1,87 εκατ. τόνους αλιευμάτων το 1997). Ο πληθωρισμός αγγίζει περίπου το 2,9% (2000) και η ανεργία το 5,4% (2001).Η γεωργία της Δ. εμφανίζεται σήμερα ως η πιο προηγμένη του κόσμου. Το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών δεν είναι πολύ εύφορο, αλλά βελτιώθηκε με τη συνεχή χρήση λιπασμάτων και την εκμηχάνιση των καλλιεργειών. Η χώρα βρίσκεται σε μάλλον υψηλό γεωγραφικό πλάτος, αλλά το κλίμα είναι ήπιο και με βροχόπτωση συγκεντρωμένη σε δύο περιόδους τον χρόνο. Στις συνθήκες αυτές οφείλεται και η γεωργική ανάπτυξη της χώρας, σε σημείο που δίκαια ονομάστηκε το αγρόκτημα της Ευρώπης. Μέχρι τον 18ο αι., η ιδιοκτησία της γης ήταν στα χέρια των γαιοκτημόνων, αλλά από το 1781 το κράτος χειραφέτησε τους χωρικούς, διέταξε την ορθολογική ανασύνθεση των μικρών κτημάτων και ευνόησε τη μικρή ιδιοκτησία. Όπως ο αναδασμός της γης, έτσι και η γεωργική παραγωγή εξελίχθηκε προσαρμοζόμενη στις μεταβολές των περιστάσεων. Έως το 1860, τα δημητριακά ήταν το επικρατέστερο προϊόν. Όταν όμως άρχισε να γίνεται αισθητός ο ανταγωνισμός των ΗΠΑ και ύστερα του Καναδά και θεωρήθηκε ορθολογικότερη η ανάπτυξη της κτηνοτροφίας, οι Δανοί κατάλαβαν ότι ήταν ανάγκη να τυποποιήσουν τα προϊόντα τους: και τότε γεννήθηκαν οι γεωργοκτηνοτροφικοί συνεταιρισμοί, που παρήγαγαν το 90% του γάλακτος και το 80% των χοίρων, σε μεγάλες εγκαταστάσεις με σύγχρονο εξοπλισμό. Από το αρόσιμο έδαφος, πάνω από το μισό καλλιεργείται με δημητριακά: κριθάρι, βρώμη, σιτάρι και σίκαλη. Ανεπτυγμένες είναι και οι καλλιέργειες κτηνοτροφικών φυτών. Η καλλιέργεια των ζαχαρότευτλων ήταν ανέκαθεν πιο εκτεταμένη στο νότιο τμήμα της Σγελάνδης και στα νησιά Λόλαντ και Φάλστερ.Βασική δραστηριότητα είναι σήμερα η κτηνοτροφία, οι εξαγωγές της οποίας αποτελούν ένα από τα θεμέλια της δανέζικης οικονομίας. Γεωργία και κτηνοτροφία τροφοδοτούν ύστερα τις τυπικές βιομηχανικές δραστηριότητες της χώρας: κατεργασία των προϊόντων της κτηνοτροφίας (γάλακτος και κρέατος) και των φρούτων, βιομηχανίες γλυκισμάτων και άλλων τροφίμων. Ο αριθμός των βοοειδών έχει μειωθεί κατά τα τελευταία χρόνια, είναι ωστόσο ανάμεσα στους πιο υψηλούς στην Ευρώπη και η συνεχής βελτίωση των φυλών καθιστά τις γαλακτοφόρες αγελάδες της Δ. τις καλύτερες του κόσμου. Σχεδόν όλο το γάλα μετατρέπεται σε βούτυρο. Τα γαλακτοκομεία υπόκεινται στον αυστηρό έλεγχο του κράτους και το εξαγόμενο βούτυρο προστατεύεται με ειδικό σήμα. Εκτός από την παραγωγή βουτύρου, αξιοσημείωτη ανάπτυξη έχουν λάβει επίσης η τυροκομία και η παραγωγή συμπυκνωμένου γάλακτος, ιδίως χάρη στις προόδους της βιομηχανίας ψύξης. Παράλληλα με την εκτροφή βοοειδών, ευδοκιμεί και η χοιροτροφία. Έχει αυξηθεί επίσης ο αριθμός των πουλερικών. Κρέας και αβγά εξάγονται σε μεγάλες ποσότητες στο εξωτερικό. Η αλιεία, που διεξάγεται κυρίως στη Βόρεια θάλασσα, εφοδιάζει την εσωτερική αγορά, αλλά επειδή τα αλιεύματα είναι περισσότερα από όσα χρειάζεται η εγχώρια κατανάλωση, αναπτύχθηκε η βιομηχανία κονσερβών. Στο σύνολο των αλιευμάτων, που φτάνουν περίπου τα 1,8 εκατ. τόνους τον χρόνο, περιλαμβάνεται μεγάλο ποσοστό βιομηχανικών μη βρώσιμων ψαριών, που χρησιμοποιείται για την κατασκευή ιχθυαλεύρων και ιχθυελαίου. Τα κυριότερα εργοστάσια βρίσκονται στη Σκάγκεν, στο Μπόρνχολμ, στη Γκρένο, στην Όντενσε, στη Νέστβεντ και στην Κοπεγχάγη. Τα κυριότερα αλιευτικά λιμάνια είναι: Έσμπγεργκ, Σκάγεν, Χίρτσχαλς και Τίμπορεν.Η διαμάχη για την κυριαρχία στη Σκανδιναβική χερσόνησο. Η ιστορία της Δ. αρχίζει με την εποχή του Καρλομάγνου, όταν ο Γοδεφρείδος, ο πρώτος γνωστός βασιλιάς της Δ., για να περιφρουρήσει τα εδάφη που εξουσίαζε από τον επεκτατισμό του Καρόλου του Μεγάλου, όρισε τα σύνορά τους στο Σλέσβιχ. Σχεδόν επί δύο αιώνες το βασίλειο βρισκόταν υπό τη σουηδική και τη γερμανική επιρροή. Από τη Γερμανία έφτασε ο χριστιανισμός στη Δ. περίπου το 850. Τελικά το 960 με την προσχώρηση του Δανού βασιλιά Αρόλδου Β’ (Χάραλντ, 936-986) στον χριστιανισμό απαγορεύτηκε η ειδωλολατρία, κάτι που επέφερε σημαντικές κοινωνικές μεταβολές. Ακόμα πιο σημαντική ήταν όμως η συνάντηση με τον αγγλικό πολιτισμό και μετά με τον δυτικό, όταν ο Σβεν Α’ Τιούγκεσκεγκ (986-1014) κατέλαβε το 1013 την Αγγλία. Ο γιος του Κανούτος ο Μέγας (1014-35) πραγματοποίησε την ένωση του δανέζικου και του αγγλικού στέμματος, αργότερα μάλιστα και του νορβηγικού, η οποία όμως δεν έμελλε να κρατήσει για πολύ· το 1042 διαλύθηκε. Οι διάδοχοι του Μάγνου του Αγαθού (1042-47) ήταν απασχολημένοι με την ενίσχυση της δυναστείας τους εναντίον των ευγενών από τη μία και των αγροτικών τάξεων από την άλλη, ενώ παράλληλα η Εκκλησία της Δ. αγωνιζόταν για να αποκτήσει την αυτονομία της. Υπό τη βασιλεία του Βάλντεμαρ Α’ του Μεγάλου (1157-82), ο αρχιεπίσκοπος Άμπσαλον κατασκεύασε αμυντικά φρούρια για να αντιμετωπίσει τις σλαβικές επιδρομές στις παραλίες της Βαλτικής: σε αυτές τις ίδιες ανάγκες αμυντικής οργάνωσης εκείνη την εποχή οφείλει την ύπαρξή της η Κοπεγχάγη. Ο Βάλντεμαρ Β’ ο Νικητής (1202-41) ενίσχυσε το εμπόριο και βοήθησε στην οικονομική και πολιτική ανάπτυξη της Δ. Μετά τον θάνατό του, το βασίλειο διαιρέθηκε εξαιτίας βίαιων εμφύλιων αγώνων ανάμεσα στη μοναρχία και στον κλήρο, στον κλήρο και στους ευγενείς και με τον συνασπισμό μετά και των δύο εναντίον της βασιλικής εξουσίας. Άλλος σημαντικός παράγοντας που συνέτεινε στην εξασθένηση του βασιλείου, ήταν οι ατυχείς πόλεμοι που διεξήγαγε αυτή την περίοδο εναντίον της Σουηδίας, της Νορβηγίας και της Χανσεατικής Ένωσης για την ηγεμονία στη Βαλτική και την κατοχή του Σλέσβιχ. Μετά τον θάνατο του Βάλντεμαρ Δ’ το στέμμα κληρονομήθηκε από τον ανιψιό του Όλαφ Ε’ (1375-87) υπό την κηδεμονία της μητέρας του Μαργαρίτας, συζύγου του Χάκονα ΣΤ’, βασιλιά της Νορβηγίας. Δημιουργήθηκαν έτσι οι προϋποθέσεις για την ένωση με τη Νορβηγία, που πραγματοποιήθηκε το 1380 μετά τον θάνατο του Χάκονα και διήρκησε τέσσερις αιώνες, έως το 1814. Μετά τον θάνατο του γιου της, η Μαργαρίτα (1387-1412) ανέλαβε και την αντιβασιλεία της Σουηδίας. Η ενοποίηση των τριών βασιλείων καθαγιάστηκε το 1397 στην ονομαζόμενη Ένωση της Κάλμαρ. Ο νέος μονάρχης Ερρίκος Ζ’ της Πομερανίας (1412-39) προσπάθησε μάταια να αποσπάσει το Σλέσβιχ από τους ηγεμόνες του Χόλσταϊν. Το 1439 εκθρονίστηκε από τη Σουηδία και τη Νορβηγία και αναγκάστηκε να φύγει από τη χώρα. Ο αγώνας για την αυτονομία της Σουηδίας αναζωπυρώθηκε υπό τη βασιλεία του Χριστιανού Α’ (1448-81) του Όλντενμπουργκ, που επικύρωσε τη δανέζικη κυριαρχία από τον Έλβα μέχρι το Βόρειο Ακρωτήριο (Νόρντκαπ). Εκλεγμένος (1450) βασιλιάς της Νορβηγίας, το 1457 πήρε το σουηδικό στέμμα και δύο χρόνια αργότερα έγινε δούκας του Σλέσβιχ και κόμης του Χόλσταϊν, δημιουργώντας έτσι την προσωπική ένωση με τον βασιλιά της Δ. Το 1471, μετά από σκληρές μάχες, η Σουηδία αποχωρίστηκε από το βασίλειο με τη βοήθεια του Στεν Στίρε του Πρεσβύτερου. Παρ’ όλα αυτά, η ένωση των τριών σκανδιναβικών βασιλείων αποκαταστάθηκε το 1497 μετά από μια νικηφόρα εκστρατεία του Ιωάννη (1481-1513), γιου του Χριστιανού Α’. Απόλυτη διάβρωση όμως χαρακτήριζε την εξουσία της δανέζικης δυναστείας στη Σουηδία. Με τον Χριστιανό Β’ (1513-23), έναν ιδιόρρυθμο μονάρχη, διαλύθηκε οριστικά η Ένωση της Κάλμαρ. Το 1517 ο Χριστιανός οργάνωσε μια εκστρατεία κατά της Σουηδίας, κατέλαβε τη δυτική Γκότλαντ, υποχρέωσε και αυτήν ακόμα τη Στοκχόλμη να παραδοθεί και ανακηρύχθηκε πάλι βασιλιάς της Σουηδίας το 1520. Όμως, το λουτρό αίματος της Στοκχόλμης (7 Νοεμβρίου 1520), στη διάρκεια του οποίου σφαγιάστηκαν οι οπαδοί του Στεν Στίρε, δεν βοήθησε να κατασιγάσει η οργή κατά της δανέζικης κυριαρχίας. Τον Απρίλιο του 1523, χάνοντας και την υποστήριξη του ιδιωτικού συμβουλίου που σε συμφωνία με τους ευγενείς κάλεσε στον θρόνο τον Φρειδερίκο Α’ (1523-33), ο Χριστιανός αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Κοπεγχάγη. Επειδή δεν μπορούσε όμως να υποταχθεί στη νέα κατάσταση επιχείρησε (1531) να ανακαταλάβει τα χαμένα του εδάφη, με αποτέλεσμα να πέσει στα χέρια των αντιπάλων του και να πεθάνει αιχμάλωτος το 1559. Χάρη στην ανοχή του Φρειδερίκου Α’, άρχισαν να ριζώνουν εκείνη την εποχή οι πρώτες εκδηλώσεις του μεγάλου θρησκευτικού και πολιτικού κινήματος της λουθηρανικής μεταρρύθμισης. Εκτός από αυτό, η δυνατότητα που παραχωρήθηκε στους μεταρρυθμιστές να κηρύττουν ελεύθερα τις θεωρίες τους (1530) άνοιξε οριστικά τον δρόμο προς τον προτεσταντισμό. Το έργο του Φρειδερίκου, όμως, συνάντησε και την αντίδραση των καθολικών επισκόπων. Αυτοί κυρίως εναντιώθηκαν στην κατάληψη του θρόνου από τον μεγαλύτερο γιο του Χριστιανό, υποστηρικτή του προτεσταντισμού. Ωθούμενη από την ανάγκη να καταπνίξει τις διάφορες ανταρσίες με την αναστήλωση της μοναρχίας, η τάξη των ευγενών συμμάχησε με τον Χριστιανό, που έτσι είχε την ευκαιρία να πάρει τον θρόνο· το 1536 η παράδοση της Κοπεγχάγης υπογράμμισε την ήττα των επαναστατών. Παρά το σύντομο διάστημα που διήρκεσε, η βασιλεία του Χριστιανού Γ’ (1534-39) αποτέλεσε σταθμό για τη στερέωση της Μεταρρύθμισης. Κι αυτό γιατί το 1536 διέταξε τη δήμευση των εκκλησιαστικών αγαθών και όρισε ως επίσημη Εκκλησία του κράτους τη λουθηρανική. Αφού τέλος εξέλιψε και το τελευταίο ίχνος αυτονομίας, στην πραγματικότητα έγινε και η Νορβηγία φέουδο της δανέζικης αριστοκρατίας. Ο Χριστιανός υποχρεώθηκε να κάνει πολλές παραχωρήσεις προς τους ευγενείς στον χώρο της διοίκησης. Ο συμβιβασμός με την αριστοκρατία δεν ήταν λοιπόν παρά ένας διαχωρισμός δυνάμεων ανάμεσα στον βασιλιά και στους ευγενείς, που συνεδρίαζαν μαζί με τους υπουργούς στο Rigsrad. Και από οικονομική άποψη, οι προνομιούχοι του νέου πολιτικού συστήματος ήταν οι αριστοκράτες γαιοκτήμονες που πλούτισαν ακόμα περισσότερο με τις εξαγωγές των δημητριακών, εις βάρος των μικρών γαιοκτημόνων και της αστικής τάξης. Μετά τον πρώτο ατυχή πόλεμο του Βορρά (1563-70), η περίοδος της βασιλείας του Χριστιανού Δ’ (1588-1648) χαρακτηρίστηκε από μεγάλη οικονομική και εμπορική ανάπτυξη. Αλλά και αυτός ο μονάρχης άρχισε τις εχθροπραξίες με τη Σουηδία (πόλεμος της Κάλμαρ, 1611-29 και 1643-45). Με αυτούς όμως τους πολέμους άρχισε και η εξελικτική άνοδος της Σουηδίας που απέσπασε από τη Δ. νέα νορβηγικά εδάφη καθώς και τις τελευταίες περιοχές που είχε στην κατοχή της στα σουηδικά παράλια. Η απολυταρχία και η εποχή των μεταρρυθμίσεων. Παρακινούμενος από τον κλήρο και την αστική τάξη, που δεν μπορούσαν να ανεχθούν περισσότερο τα προνόμια και τις αυθαιρεσίες των ευγενών, ο Φρειδερίκος Γ’ (1648-70) ανακήρυξε στις 13 Οκτωβρίου 1660 την κληρονομικότητα του στέμματος. Πέντε χρόνια αργότερα, ο νέος βασιλικός νόμος της 14ης Νοεμβρίου 1665, επικύρωνε την απόλυτη κληρονομική ελέω Θεού μοναρχία, συνδεδεμένη με τον λουθηρανισμό και αυστηρά συγκεντρωτική. Η συγκέντρωση όλων των ανώτατων αξιωμάτων στον μονάρχη εισήγαγε τη δανέζικη κοινωνία σε μια φάση που χαρακτηριζόταν από την εξασθένηση της τάξης των ευγενών γαιοκτημόνων και την παράλληλη καθιέρωση ημιφεουδαρχικών δεσμών ανάμεσα στον μονάρχη και στη νέα γραφειοκρατική αριστοκρατία. Ο Χριστιανός Ε’ (1670-99) συμπλήρωσε τις μεταρρυθμίσεις του προκατόχου του με την κωδικοποίηση των νόμων (1685). Με τον Φρειδερίκο Ε’ (1746-66) και τον Χριστιανό Ζ’ (1766-1808) ενισχύθηκε η επιρροή των Γερμανών συμβούλων που έμελλε να παίξει αποφασιστικό ρόλο στις προετοιμασίες των απελευθερωτικών μεταρρυθμίσεων. Αυτοί ήταν ο Γιόχαν Χάρτβιγκ Ερνστ Μπέρνστορφ, ο οποίος διηύθυνε την εξωτερική πολιτική της Δ. (1751-70), και ο Γιόχαν Φρίντριχ Στρούενζεε, ο οποίος ασχολήθηκε αποκλειστικά με τις εσωτερικές μεταρρυθμίσεις. Πολύ τολμηρός μεταρρυθμιστής σε έναν χώρο που δεν ήταν ακόμα ώριμος για να δρέψει τους πρώτους καρπούς του φιλελευθερισμού, ο Στρούενζεε έπεσε πολύ γρήγορα θύμα της ξενοφοβίας που προκάλεσε στη συνείδηση των Δανών η εξάπλωση της γερμανικής επιρροής. Η δολοφονία του Στρούενζεε, όμως, πέρα από την εθνική αφύπνιση, έδωσε το σύνθημα για την εξέγερση της φιλελεύθερης αριστοκρατίας η οποία υπό την κατεύθυνση του διαδόχου Φρειδερίκου επέβαλε ουσιαστικές καινοτομίες στο παλαιό οικονομικο-κοινωνικό σύστημα. Η πιο αξιόλογη ενέργεια αυτού του κινήματος ήταν η απελευθέρωση των χωρικών (1788) από τη σκλαβιά του Stavnsbaand, του νόμου που τους απαγόρευε να εγκαταλείπουν τη γενέθλια γη τους. Η ταυτόχρονη κατάργηση των παλαιών μονοπωλίων και προνομίων στη γεωργία και η επιβολή πιο συμφερόντων δασμολογίων (1797) έδωσαν σημαντική ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη, ενώ μια σειρά από άλλα φιλελεύθερα μέτρα σχετικά με τη λογοκρισία και την παιδεία οδηγούσαν με σταθερό πια ρυθμό τη Δ. μέσα στο ρεύμα της Μεταρρύθμισης και του Διαφωτισμού, που άνοιγε στην Ευρώπη τον δρόμο για τις φιλελεύθερες επιδιώξεις των λαών. Από τους ναπολεόντειους πολέμους στη συνταγματική μοναρχία. Η Δ., αφού πολέμησε σκληρά εναντίον του ναυτικού αποκλεισμού της Μεγάλης Βρετανίας, ενώθηκε με τον Ναπολέοντα στον αγώνα εναντίον της Αγγλίας και της Σουηδίας. Ο πόλεμος όμως ήταν καταστροφικός: τον Ιανουάριο του 1814, η Δ. αναγκάστηκε να αποδεχτεί την ειρήνη του Κιέλου και να χάσει έτσι πολλά εδάφη, με αποτέλεσμα να περιοριστεί σχεδόν στα σημερινά σύνορά της. Το πιο αξιοσημείωτο γεγονός ήταν η παραχώρηση της Νορβηγίας στη Σουηδία, που έθετε τέλος σε μια κοινή ιστορία τεσσάρων αιώνων. Η Δ. διατηρούσε ωστόσο τα κατεχόμενα εδάφη του νορβηγικού στέμματος (Ισλανδία, Γροιλανδία, νήσοι Φερόε). Εκτός από τις εδαφικές απώλειες, η νέα διευθέτηση των πραγμάτων μετατόπιζε το κέντρο βάρους της δανέζικης πολιτικής, γιατί αποκλεισμένη πια η Δ. από τη Σκανδιναβική χερσόνησο έμελλε να πέσει μέσα στην τροχιά της Γερμανικής ομοσπονδίας, της οποίας αποτέλεσε μέλος από το 1815. Σχετικά αργά ήρθε στη Δ. η απόλυτη επικύρωση του φιλελεύθερου κινήματος, που απέβλεπε περισσότερο σε διεκδικήσεις εθνικού χαρακτήρα (ζήτημα του Σλέσβιχ) παρά σε πολιτικές μεταρρυθμίσεις. Αλλά ενώ οι φιλελεύθεροι εθνικιστές ήθελαν ένα σύνταγμα κοινό για τη Δ. και το Σλέσβιχ, ο γερμανικός πληθυσμός του Σλέσβιχ και του Χόλσταϊν ήταν αντίθετος. Έτσι άρχισε μια ένοπλη διαμάχη. Μετά από πολέμους που διήρκεσαν τρία χρόνια, η Δ. δέχτηκε (1852) τη συνθήκη του Λονδίνου, που έλυνε το πρόβλημα διαδοχής στα δουκάτα, ευνοώντας τον Χριστιανό Γλίξμπουργκ και υποχρέωνε τη Δ. να σεβαστεί την αυτονομία τους. Στο μεταξύ, στις 5 Ιουνίου 1849, τέθηκε σε ισχύ το νέο σύνταγμα που μετέτρεπε το απολυταρχικό καθεστώς σε συνταγματική μοναρχία. Οι συγκρούσεις όμως ανάμεσα στις εθνότητες είχαν ως αποτέλεσμα να παραλύσει και αυτό το νέο σύνταγμα· έτσι τον Νοέμβριο του 1863 ο Χριστιανός Θ’ (1863-1906) δημοσίευσε τον νέο συνταγματικό χάρτη για τη Δ. και το Σλέσβιχ, που στην ουσία ισοδυναμούσε με την προσάρτησή του στη Δ. Για άλλη μία φορά η στρατιωτική επέμβαση των κρατών της Γερμανικής ομοσπονδίας απέβη εις βάρος της Δ.: πράγματι, η ειρήνη της Βιέννης (30 Οκτωβρίου 1864) υποχρέωσε τη Δ. να παραχωρήσει στην Αυστρία και στην Πρωσία τα δύο δουκάτα που τελικά (1866) έμειναν προσαρτημένα μόνο στην Πρωσία. Με αυτή την απώλεια εδαφών η Δ. εγκαινίαζε επιτέλους μια μακρά περίοδο ειρήνης και εσωτερικής ανάπτυξης. Πράγματι, αν και με αργό ρυθμό, η πολιτική διάρθρωση του κράτους οδηγούσε προς τον κοινοβουλευτισμό. Η καθιέρωση της σοσιαλδημοκρατίας. Στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι., η εσωτερική ανάπτυξη χαρακτηριζόταν από δύο βασικούς παράγοντες: την οικονομική ανάπτυξη και τον σχηματισμό σύγχρονων πολιτικών δυνάμεων. Στην πολιτική ζωή της χώρας δέσποζε από το 1901 έως το 1929 η φιλελεύθερη αριστερά με μια μικρή διακοπή (1924-26), όταν στην εξουσία βρισκόταν το πρώτο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Κατά τη βασιλεία του Φρειδερίκου Η’ (1906-12) και του Χριστιανού Ι’ (1912-47) ο προοδευτικός εκδημοκρατισμός των νομικών θεσμών και της κοινωνίας συνεχίστηκε. Στις αρχές του 20ού αι., μια πιο προοδευτική νομοθεσία σχετικά με την κοινωνική ασφάλιση (πρόνοια για τις περιπτώσεις ασθένειας, ανεργίας και γήρατος), καθώς και οι τροποποιήσεις του συντάγματος του 1915 για τον εκδημοκρατισμό του Landsting σημάδεψαν την κατάρρευση και των τελευταίων συντηρητικών δυνάμεων. Κάτω από τη μακρόχρονη κυβέρνηση του Τόρβαλντ Στάουνινγκ (1924-26 και 1929-40) το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα επικράτησε ως ένα κίνημα που υποστήριξε τους εργάτες, ενώ ταυτόχρονα συμπλήρωσε, με τη μεγάλη κοινωνική μεταρρύθμιση του 1933, τις κοινωνικές κατακτήσεις. Η ήρεμη πολιτική εξέλιξη της Δ. διακόπηκε το 1940, όταν η χώρα περιήλθε υπό τη ναζιστική κατοχή. Μετά το τέλος της γερμανικής κατοχής, η Δ. αναγνώρισε την ανεξαρτησία της Ισλανδίας (1945), ενώ το 1948 παραχώρησε αυτονομία στα νησιά Φερόε. Επίσης, υπήρξε ιδρυτικό μέλος του ΝΑΤΟ και του Συμβουλίου του Βορρά. Το σύνταγμα της Δ. αναθεωρήθηκε ριζικά το 1953 και ανάμεσα στις νέες διατάξεις ήταν εκείνες που επέτρεπαν τη γυναικεία διαδοχή στον θρόνο. Έτσι, όταν πέθανε ο βασιλιάς Φρειδερίκος το 1972, τον διαδέχτηκε η μεγαλύτερη κόρη του Μαργαρίτα που έγινε η πρώτη βασίλισσα της Δ. τα τελευταία 600 χρόνια. Το σύστημα της απλής αναλογικής που κατοχυρώθηκε με το σύνταγμα του 1953 κατέστησε δύσκολη τη διακυβέρνηση από ένα και μόνο κόμμα. Έτσι, την κυβέρνηση μειοψηφίας του Φιλελεύθερου Κόμματος (1973) διαδέχτηκε η κυβέρνηση μειοψηφίας του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος το 1975, με επικεφαλής τον Άνκερ Γιόργκενσεν, ο οποίος παρέμεινε πρωθυπουργός έως το 1982. Μετά την παραίτηση της κυβέρνησής του, οι συντηρητικοί σχημάτισαν έναν κεντροδεξιό κυβερνητικό συνασπισμό με επικεφαλής τον Πουλ Σλούτερ, ο οποίος έγινε ο πρώτος συντηρητικός πρωθυπουργός στη Δ. από το 1894. Η κυβέρνηση Σλούτερ επέβαλε αυστηρά οικονομικά μέτρα λιτότητας και περιορισμού των δημοσίων δαπανών και, παρά την ήττα της στο κοινοβούλιο, παρέμεινε στην εξουσία. Στις εκλογές του 1987, τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού είδαν τη δύναμή τους να μειώνεται, αλλά η κυβέρνηση του Σλούτερ συνέχισε να κυβερνά με βάση την πρακτική που εφαρμόζεται στη Δ. και κατά την οποία μια κυβέρνηση παραιτείται μόνο όταν καταψηφίζονται τα σημαντικά σημεία της πολιτικής της. Η πρακτική αυτή επέτρεψε στον συνασπισμό του Σλούτερ να επιβιώσει, μολονότι αρκετές ψηφοφορίες, ιδιαίτερα σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, στρέφονταν εναντίον της κυβέρνησής του. Το 1986, τα αριστερά κόμματα της βουλής συνέπραξαν για να απορριφθεί η επικύρωση από τη Δ. της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης. Ωστόσο, σε δημοψήφισμα που διενεργήθηκε αμέσως μετά, το 56,2% του πληθυσμού ψήφισε υπέρ της επικύρωσης. Το 1988 σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση μειοψηφίας με επικεφαλής τον Σλούτερ, ο οποίος δέχτηκε τις επικρίσεις της αντιπολίτευσης για την αποκατάσταση καλών σχέσεων με το ΝΑΤΟ. Μετά από οξύτατες αντιπαραθέσεις για τις μειώσεις και τις περικοπές των κοινωνικών παροχών προκηρύχθηκαν γενικές εκλογές το 1990, από τις οποίες οι σοσιαλδημοκράτες βγήκαν ενισχυμένοι και ο Σλούτερ κατάφερε πάλι να σχηματίσει κυβέρνηση. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 η κυβέρνηση της Δ. προσέφυγε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για μια διένεξη με τη Νορβηγία σχετικά με τη ναυτική οικονομική ζώνη και το δικαστήριο όρισε τη γραμμή διαχωρισμού των δύο χωρών. Εξάλλου, τον Αύγουστο του 1991 η Δ. και η Σουηδία υπέγραψαν συμφωνία για την κατασκευή ενός δρόμου και μιας σιδηροδρομικής γραμμής που θα ένωνε την Κοπεγχάγη και το Μάλμοε της Σουηδίας. Τον Ιούλιο του 1994 η συμφωνία εγκρίθηκε από τη σουηδική κυβέρνηση. Η συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, γνωστή και ως Συνθήκη του Μαάστριχτ, ήταν εκείνη που προκάλεσε τη μεγαλύτερη αναταραχή στα πολιτικά πράγματα της Δ. το 1992. Ενώ η βουλή την ενέκρινε τον Μάιο με ψήφους 130 υπέρ έναντι 25 κατά, τον επόμενο μήνα σε δημοψήφισμα το 50,7% ψήφισε εναντίον της. Το αποτέλεσμα αυτό προκάλεσε αναστάτωση στους Ευρωπαίους εταίρους και σε όλη τη διάρκεια του 1992 έγιναν σκληρές διαπραγματεύσεις, προκειμένου να μπορέσει η δανέζικη κυβέρνηση να διενεργήσει ένα δεύτερο δημοψήφισμα για να επιτύχει την έγκριση της συνθήκης. Οι ηγέτες των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων συμφώνησαν να επιτρέψουν την εξαίρεση της Δ. από ορισμένες διατάξεις της συνθήκης, όπως η τελική φάση της νομισματικής ένωσης, η κοινή αμυντική πολιτική, η συνεργασία σε νομικά ζητήματα και άλλες διατάξεις που θεωρήθηκαν απειλή στην εθνική κυριαρχία της Δ. Το δεύτερο δημοψήφισμα που έγινε τον Μάιο του 1993 έδωσε θετική ψήφο υπέρ της συνθήκης με ποσοστό 56,7%. Το 1993, ο Σλούτερ παραιτήθηκε μετά την αποκάλυψη σκανδάλου σχετικά με την παραμονή ξένων στη χώρα και στη συνέχεια ο Πουλ Ρασμούσεν, ηγέτης του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος σχημάτισε κυβέρνηση συνασπισμού με άλλα τρία κεντρώα κόμματα. Έναν χρόνο αργότερα όμως η κυβέρνησή του έχασε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Μετά τις εκλογές που έγιναν τον Σεπτέμβριο του 1994, ο Ρασμούσεν σχημάτισε κυβέρνηση μειοψηφίας με δύο από τους προηγούμενους εταίρους του, αρνούμενος να εξαρτάται από την υποστήριξη του μικρού Σοσιαλιστικού Λαϊκού Κόμματος. Στις εκλογές του 1998, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα συντήρησε το ποσοστό του και ο Ρασμούσεν παρέμεινε στην εξουσία. Το 2000, ένα νέο δημοψήφισμα στη Δ. έκανε τα μάτια της Ευρώπης να στραφούν ξανά στη χώρα. Αυτή τη φορά, οι Δανοί πολίτες δεν ενέκριναν την ένταξη της χώρας από την αρχή στη ζώνη του ευρώ, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να μην υιοθετήσει η Δ. το νέο νόμισμα, έστω κι αν η δανέζικη κορόνα ήταν κλειδωμένη στο ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα. Το φθινόπωρο του 2001 ο Πουλ Ρασμούσεν προκήρυξε έκτακτες εκλογές, αλλά στην Ευρώπη έπνεε ήδη ο άνεμος της ξενοφοβίας, και στη Δ. είχαν καταφύγει πρόσφυγες από την πρώην Γιουγκοσλαβία και τη Σομαλία. Το αποτέλεσμα ήταν και πάλι έκπληξη. Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα υπέστη βαριά εκλογική ήττα και η νέα κυβέρνηση, του συνονόματου Άντερς Φογκ Ρασμούσεν, ήταν προϊόν συνεργασίας των φιλελευθέρων με το Συντηρητικό Κόμμα της Δ., ενώ ανησυχητική άνοδο παρουσίασε και το ακροδεξιό Λαϊκό Κόμμα.Στις ρίζες της δανέζικης λογοτεχνίας, όπως και άλλων βόρειων χωρών, βρίσκεται η προφορική παράδοση που περιλαμβάνει ιστορίες από τις μεταναστεύσεις των λαών, τις επιδρομές και τους πολέμους όπως τα kaempeviser (ηρωικές μπαλάντες) ή τα ridderviser (ιπποτικά τραγούδια), όπου το κύριο θέμα είναι η αγάπη, ή ακόμα τα trylleviser (μαγικές μπαλάντες), από τον φανταστικό κόσμο της μαγείας. Το πρώτο γνωστό σε μας γραπτό κείμενο είναι το ποίημα του Μπγιάρκε (10ος αι.), από το οποίο μόνο μερικές στροφές διασώθηκαν χάρη στον Ισλανδό Σνόρι Στούρλουσον. Από το τέλος του 12ου αι. χρονολογούνται τα Gesta Danorum του Σάξονα του Γραμματικού (περ. 1150-1220), στα οποία συγκεντρώθηκαν σε 16 βιβλία ιστορικά περιστατικά μέχρι το 1187, μύθοι, θρύλοι και αποσπάσματα από επικά ποιήματα. Είναι η περίοδος στην οποία η λατινική γλώσσα επιβλήθηκε ως η μοναδική γλώσσα της λογοτεχνίας, ενώ η προφορική παράδοση διατηρούσε την ανάμνηση των ιστορικών κατορθωμάτων που συγκεντρώθηκαν αργότερα στα Rimkronike (Ομοιοκατάληκτα Χρονικά, 1495), το πρώτο τυπωμένο δανέζικο βιβλίο. Μόνο από τον 16ο και 17ο αι. και έπειτα οι πρώτοι ουμανιστές μελέτησαν και δημοσίευσαν ανθολογίες πάνω σε αρχαία θέματα, όπου ήταν φανερή η επίδραση των γαλλικών και γερμανικών τραγουδιών που διαδόθηκαν στη διάρκεια του Μεσαίωνα. Όπως σε όλα τα χριστιανικά κράτη, και ιδιαίτερα στις περιοχές των Διαμαρτυρομένων, η μετάφραση της Βίβλου αποτέλεσε μια πρώτη επικύρωση του εθνικού πνεύματος. Ο μεγαλύτερος μεταφραστής της Βίβλου του Λουθήρου στη Δ. ήταν ο Κρίστιερν Πέντερσεν (1480-1554), ο οποίος το 1550 εμφάνισε τη Βίβλο του Χριστιανού Γ’, αφετηρία μιας ήδη καθιερωμένης γλώσσας. Λόγιοι και επιστήμονες, όπως ο επιφανής αστρονόμος Τίχο Μπράχε (1546-1601), συνέχισαν ακόμα και κατά τον 17ο αι. να χρησιμοποιούν τη λατινική γλώσσα. Μαζί με τον Πέντερσεν διακρίθηκαν και οι Χανς Τάουσεν (1494-1561) και Χανς Κρίστενσεν Στεν (1544-1610). Τον 17ο αι. άρχισε να διαφαίνεται το ύφος μπαρόκ μέσα από τα έργα πολλών συγγραφέων, από τους οποίους γνωστότερος είναι ο Τόμας Κίνγκο (1634-1703). Από τους προγενέστερούς του ποιητές, πρέπει να αναφερθεί ο Άντερς Κρίστενσεν Άρεμπο (1587-1637), που έγραψε το ποίημα Εξαήμερον (Ηexaëmeron), μετάφραση του ποιήματος Η εβδομάδα (La semaine) του Ντι Μπαρτά. Θα πρέπει επίσης να αναφερθούν εδώ η Ελεονόρα-Χριστίνα (1621-1698), κόρη του Χριστιανού Δ’, και άλλοι λιγότερο σημαντικοί αλλά οπωσδήποτε αξιόλογοι ποιητές, όπως ο Πέντερ Σιβ (1631-1702), που το 1685 δημοσίευσε την πρώτη δανέζικη γραμματική, και ο Άντερς Μπόρντινγκ (1619-1677), ποιητής σύγχρονων θεμάτων που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα της οποίας είχε ο ίδιος την επιμέλεια, Μercurius Den Danske. Τον 18ο αι. η δανέζικη λογοτεχνία δέχτηκε την επίδραση ξένων λογοτεχνών, και ιδιαίτερα του Γερμανού Κλόπστοκ, των εγκυκλοπαιδιστών Ντιντερό, Ρουσό και Βολτέρου, ενώ παράλληλα δέσποζε με το έργο του στον λογοτεχνικό χώρο της εποχής ο Νορβηγός Λούντβιγκ Χόλμπεργκ (1684-1754). Η παρουσία εδώ ενός Νορβηγού δεν είναι καθόλου παράξενη, αν λάβει κανείς υπόψη τη μακρόχρονη ένωση των δύο χωρών. Ευαίσθητος και λυρικός ποιητής, ο Χανς Άντολφ Μπρόρσον (1694-1764) εμπνεύστηκε από θρησκευτικά θέματα και εκφράστηκε με μια έξαρση που μετριάστηκε στο έργο του Γιοχάνες Έβαλντ (1743-1781). Εκτός από τη λυρική ποίηση, ο Έβαλντ έγραψε τραγωδίες και κωμωδίες· ένα χορωδιακό άσμα του μελοδράματος Οι αλιείς (Fiskerne) έγινε μάλιστα ο εθνικός ύμνος της Δ. Ανάμεσα στους προ-ρομαντικούς λογοτέχνες αξίζει να αναφερθεί ο Κνουντ Λίνε Ράμπεκ (1760-1830), λυρικός, κριτικός και εκδότης των περιοδικών Den Danske Τilskuer και Μinerva. Στο φιλολογικό του σαλόνι συγκεντρώνονταν τα μεγαλύτερα πνεύματα της εποχής: ο ριζοσπαστικός Πέτερ Αντρέας Χάιμπεργκ (1758-1841), ο Γενς Μπάγκεσεν (1764-1826) κ.ά. Από τις πιο αντιπροσωπευτικές μορφές της εποχής ήταν ο Άνταμ Γκότλομπ Ελενσλέγκερ (1779-1850), φίλος του Γκέτε, του Τικ, του Σέλινγκ, των αδελφών Σλέγκελ και γόνιμος ποιητής και συγγραφέας μυθιστορημάτων και δραμάτων, καθώς και ο Νικολάι Φρέντρικ Σέβεριν Γκρούντβιγκ (1783-1872), συγγραφέας μεγάλων ύμνων εμπνευσμένων από την εθνική παράδοση, πάνω στους οποίους δούλεψαν οι Τόμας Κίνγκο και Χανς Άντολφ Μπρόρσον (ο τελευταίος είναι γνωστός και ως θρησκευτικός μεταρρυθμιστής). Άλλος συγγραφέας εξαιρετικών ύμνων είναι ο Μπέρναρντ Σέβεριν Ίνγκεμαν (1789-1862), που επιδόθηκε ιδιαίτερα στο ιστορικό μυθιστόρημα ακολουθώντας την παράδοση του Γουόλτερ Σκοτ. Στους σημαντικούς συγγραφείς περιλαμβάνεται και ο Γιοχάνες Κάρστεν Χάουκ (1790-1872). Από το 1830 και μετά, ξεχωρίζουν ο Γιόχαν Λούντβιγκ Χάιμπεργκ (1791-1860), συγγραφέας vaudevilles, και ο Χένρικ Χερτς (1798-1870). Από τους ποιητές αξιόλογοι είναι ο Κρίστιαν Βίντερ (1796-1876), ο Έμιλ Όρεστροπ (1800-1856), ο Λούντβιγκ Άντολφ Μπέτκερ (1793-1874). Αξίζει επίσης να αναφερθεί και ο διηγηματογράφος Στέεν Στέεϊσεν Μπλίκερ (1782-1848). Στην περίοδο αυτή, δύο μεγάλα ονόματα συγκεντρώνουν και πάλι την προσοχή όλου του κόσμου στη λογοτεχνία και στη φιλοσοφία της Δ. Είναι ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν (1805-1875), ο αθάνατος δημιουργός παραμυθιών, και ο Σέρεν Κίρκεγκορ (1813-1855), ο μεγαλύτερος κριτικός του εγελιανού ιδεαλισμού. Το έργο του τελευταίου είναι καθαρά βιογραφικό. Στο Ημερολόγιο του γόητα (Forforerens Dagbog, 1843), στο πρώτο μέρος του Ή-ή (Εnten-Εller, 1843), ο Κίρκεγκορ περιγράφει τη ζωή του ρομαντικού αισθητικού (εστέτ) που προσπαθεί να γεύεται την απόλαυση στις πιο εκλεπτυσμένες μορφές. Αλλά ενώ η ζωή του εστέτ φαίνεται να είναι ολόκληρη μια ευχαρίστηση, στην πραγματικότητα, στην πιο στενή της έννοια είναι απελπισία, μια και η ευχαρίστηση είναι φευγαλέα. Η απελπισία οδηγεί στην ηθική ανάλυση και στη θεία αποκάλυψη. Ήδη όμως παρατηρούνται οι πρώτες αλλαγές που θα οδηγήσουν στον ρεαλισμό. Ανάμεσα στους πρώτους διηγηματογράφους του νέου κύματος είναι οι Φρέντρεκ Πάλουνταν Μίλερ (1809-1876), Μέιρ Άραν Γκόλντσμιτ (1819-1887), Χανς Έγκεντε Σακ (1820-1859) και οι ποιητές Καρλ Πλόουγκ (1813-1894) και Βίλελμ Κόλουντ (1818-1885). Το 1871, ο Γκέοργκ Μπράντες (1842-1927), που υπήρξε μαθητής του Κίρκεγκορ, έδωσε μερικές διαλέξεις οι οποίες συγκεντρώθηκαν αργότερα σε έξι τόμους υπό τον τίτλο Κύρια ρεύματα στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία του 19ου αιώνα (Ηovedströminger i det 19e Αarhundredes Εuropoeiske Litteratur, 1872-90). Με τον Μπράντες έκαναν και την πρώτη τους εμφάνιση ο νατουραλισμός και η αντίληψη της τέχνης ως τέχνης για την τέχνη (l’ art pour l’ art). Έτσι η δανέζικη λογοτεχνία αποκτούσε κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, χάρη βέβαια και στην εφημερίδα Ρolitiken, που ιδρύθηκε –μεταξύ άλλων– από τον Έντβαρντ Μπράντες, αδελφό του Γκέοργκ. Η τέχνη του Γκέοργκ Μπράντες πολύ γρήγορα άρχισε να εξελίσσεται σύμφωνα με την αστική αντίληψη περί τέχνης των τελευταίων χρόνων του αιώνα, τυπική της ευρωπαϊκής διανόησης, ενώ καθιερώνονταν λογοτέχνες όπως ο Γενς Πέτερ Γιάκομπσεν (1847-1885), ο ποιητής Χόλγκερ Ντράκμαν (1846-1908) και μια σειρά από άλλοι συγγραφείς, μεταξύ των οποίων οι Σόφους Σάντορφ (1836-1901), Χέρμαν Μπανγκ (1857-1919), Χένρικ Ποντόπινταν (1857-1943), Καρλ Γκέλερουπ (1857-1919). Οι δύο τελευταίοι τιμήθηκαν με βραβείο Νόμπελ το 1917. Ανάμεσα στους συμβολιστές ποιητές ξεχωρίζουν οι Λούντβιγκ Ντέτλεφ Χόλσταϊν (1864-1943), Χέλγκε Ρόντε (1870-1937), Γιοχάνες Γέργκενσεν (1866-1956) και Σόφους Κλάουσεν (1865-1931). Η σύγχρονη λογοτεχνία εμφανίζεται περισσότερο εμπνευσμένη και πιο επιμελημένη, αντιπροσωπεύεται δε από αξιόλογους συγγραφείς, όπως ο Γιοχάνες Βίλελμ Γένσεν (1873-1950), ο οποίος βραβεύτηκε με το Νόμπελ λογοτεχνίας (1944) για το μυθιστόρημα Η πτώση του βασιλιά (Κongens Fald, 1900-1). Από τη Γιουτλάνδη προερχόταν και ο ποιητής Γέπε Όκερ (1866-1930), το έργο του οποίου επηρέασε μια ολόκληρη γενιά. Εμπνευσμένοι μυθιστοριογράφοι υπήρξαν ο Χάραλντ Κίντε (1878-1918) και ο μαρξιστής Μάρτιν Άντερσεν-Νέξε (1869-1954), δημιουργός ρεαλιστικών μυθιστορημάτων. Τα πιο χαρακτηριστικά από τα μυθιστορήματά του μεταφράστηκαν σε διάφορες γλώσσες: Πέλε ο κατακτητής (Ρelle erobreren, 1906-10) και Ντίτε, κόρη του ανθρώπου (Ditte, menneskebarn, 1919-21). Γεννημένοι στο τέλος του 19ου αι., οι Γιάκομπ Πάλουνταν και Τομ Κρίστενσεν ακολούθησαν τη γραμμή μιας κριτικής αφήγησης σχετικής με τα θέματα της γενιάς τους. Από τους πιο αξιόλογους ποιητές ήταν οι Βάλντεμαρ Ρέρνταμ (1872-1946), Νις Πέτερσεν (1897-1943) και Πάουλ Λα Κόουρ (1902-1956). Στη δεκαετία του 1930 το θέατρο γνώρισε στιγμές δόξας με τον Κάι Μουνκ (1898-1944), τον Κελντ Άμπελ (1901-1961), που έγραψε το αριστούργημα Μέρες πάνω σ’ ένα σύννεφο (Dage pa en Sky, 1947), στο οποίο ανέλυε το φαινόμενο του μεταπολεμικού ηθικού αποπροσανατολισμού, και τον Καρλ Έρικ Μάρτιν Σόυα, το έργο του οποίου Τα παράσιτα (Ρarassiterne, 1939) υπήρξε μια ανελέητη σάτιρα του μικροαστικού κόσμου. Διεθνούς φήμης υπήρξε και η συγγραφέας Κάρεν Μπλίξεν-Φίνεκε (1885-1962): Η αφρικανική αγροικία (Den afrikanske Farm, 1937). Ο Χανς Κρίστιαν Μπράνερ (1903-1966) ήταν αντίθετα ο δεξιοτέχνης του μικρού μυθιστορήματος και της νουβέλας, έγραψε δε και πολλά θεατρικά έργα. Από τους ποιητές, οι Μ. Νίλσεν (1922-1944) και Χ. Ράσμουσεν κατέχουν μια αξιόλογη θέση δίπλα στον Μάρτιν Α. Χάνσεν (1909-1955), που θεωρείται ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος της γενιάς του. Η Αντίσταση προσέφερε πλούσιο υλικό στους λογοτέχνες της μεταπολεμικής περιόδου το οποίο χρησιμοποίησαν πολύ, αλλά τα βασικά θέματα της νέας γενιάς κατέληξαν πια να αντλούνται από την καθημερινή πραγματικότητα, τις κοινωνικές απαιτήσεις, την κριτική της αστικής τάξης και την ψυχολογική ανάλυση. Μια νέα περίοδος μοντερνισμού και ρήξης με την παράδοση –κατά τη διάρκεια της οποίας όμως δεν εγκαταλείφθηκε η συζήτηση για κοινωνικά θέματα– αναγγέλθηκε από τις σελίδες της επιθεώρησης Vindrosen, υπό τη διεύθυνση (1959-63) των δύο λαμπρότερων προσωπικοτήτων της σύγχρονης δανέζικης λογοτεχνίας: του Βίλι Σόρενσεν, ο οποίος με τις πρωτότυπες νουβέλες του απεικονίζει συμβολικά τις αντιφάσεις του σύγχρονου ανθρώπου βασιζόμενος σε μια βαθιά γνώση των κυριότερων ρευμάτων της σύγχρονης σκέψης, και του Κλάους Ρίφμπζεργκ, ποιητή και πεζογράφου, γόνιμου και ικανού πολιτιστικού δημιουργού. Καθοριστική για όλους υπήρξε η νέα χρήση της γλώσσας, με τρόπο δεξιοτεχνικό και πειραματικό, ως μοναδικό μέσο-εργαλείο γνώσης. Άλλες σημαντικές φωνές στα τέλη της δεκαετίας του 1960 ήταν αυτές του ποιητή Μπένι Άντερσεν, του δημοφιλέστερου ίσως της εποχής αυτής χάρη στους απλούς και ειρωνικούς του στίχους, του Ιβάν Μαλινόφσκι, σταθερού υμνητή μιας ατμόσφαιρας που σημαδεύεται από την απώλεια των ιδανικών, του Γιούγκερν Γκούσταβ Μπράνι, του Γιούργκεν Σόνε και του Περ Χούζχολτ. Στην πεζογραφία διακρίθηκαν: η λογοτεχνία του παραλόγου του Πίτερ Σέμπεργκ, ο ντοκουμενταρισμός του Θόρκιλντ Χάνσεν, ο ρεαλισμός και η άρνηση της ηθικολογίας του Λέιφ Παντούρο και του Άντερς Μπόντελσεν. Τα έργα του Σβεν Άζε Μάντεν οδήγησαν στο να γίνει λόγος για έναν νέο μοντερνισμό, ενώ ο ποιητικός πειραματισμός έφτασε στο απόγειό του με το Ντετ (Det, 1969), του Ίντζερ Κρίστενσεν. Στο τέλος της δεκαετίας του 1970 εμφανίστηκαν οι συγγραφείς της γενιάς του πανκ, οι οποίοι διακρίνονταν για ένα έντονο ενδιαφέρον προς τα πολιτικοκοινωνικά προβλήματα, αλλά και για μια τεράστια ποικιλία λογοτεχνικής έκφρασης, όπως ο Μάικλ Στρούντζε, ο Μπο Γκριν Γένσεν και η Πία Τάφντρουπ. Κυρίως όμως εμφανίστηκε η γυναικεία λογοτεχνία, της οποίας οι σημαντικότερες εκπρόσωποι –με διαφορετικούς ωστόσο προσανατολισμούς– υπήρξαν η Έλσα Γκρες, η Βίτα Άντερσεν, η Ντέα Τρίερ Μουρχ, η Ούλα Ρίουμ, η Μαριάνε Λάρσεν, η Σεσίλ Μπούνικερ και η Ντόριτ Βίλουμσεν. Παρά το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος των συγγραφέων αυτών ακολούθησε με τον καιρό πιο προσωπικούς και λιγότερο επιδεικτικούς τρόπους έκφρασης, η συζήτηση για τη γυναικεία λογοτεχνία δεν έχει φτάσει ακόμα στο τέλος της προκαλώντας μια νέα ανανέωση των έργων αυτών σε διάφορα επίπεδα –γλωσσικό, ιστορικό, οικονομικό– τόσο στα πλαίσια του ακαδημαϊκού κόσμου όσο και έξω από αυτόν. Μεγαλύτερες δυσκολίες κατάταξης παρουσιάζει η εμφάνιση νέων συγγραφέων τα τελευταία χρόνια, των οποίων ο αριθμός, καθώς και η δυσχέρεια σε ό,τι αφορά τον ακριβή καθορισμό τάσεων, προέλευσης ή προφίλ, έκανε τον κριτικό Κάρστεν Γένσεν να μιλήσει για «επίφυτη λογοτεχνία». Αξίζει πάντως να αναφερθούν από τους νεότερους αυτούς συγγραφείς οι Γενς Κρίστιαν Γκρένταλ, Γέργκεν Κρίστιαν Χάνσεν (ο οποίος πέθανε το 1988 σε ηλικία μόλις 32 ετών), ο Γενς-Μάρτιν Έρικσεν, ο Σέρεν Ι. Τόμσεν και ο Άριστιντ Σάαλμπαχ.Από την αρχαιότητα έως τον Μεσαίωνα. Διακοσμημένα κέρατα από ελάφια και κόκαλα αποτελούν τα καλλιτεχνικά δείγματα που χρονολογούνται από την παλαιολιθική εποχή και τα οποία αποτελούν τις βασικές εκφράσεις της αρχαίας δανέζικης τέχνης. Στη νεολιθική εποχή ανήκουν διάφορα κεραμικά βάζα, στην εποχή του ορειχάλκου ορειχάλκινα αντικείμενα λεπτής τέχνης και στην εποχή του σιδήρου χρυσά και ασημένια σκεύη. Όλα διακρίνονται για μια σταθερή προτίμηση στα καθαρά διακοσμητικά μοτίβα και όχι στις παραστάσεις. Ιδιαίτερη ομορφιά ακτινοβολεί η εποχή του ορειχάλκου, χαρακτηριστική της σκανδιναβικής τεχνοτροπίας, σε σχέση με την τέχνη της υπόλοιπης Ευρώπης. Εντελώς πρωτότυπο είναι το φημισμένο Άρμα του Ηλίου και οι χαραγμένες πάνω σε πέτρες παραστάσεις που βρέθηκαν στην ανατολική Δ. και στο νησί Μπόρνχολμ. Τα λουρ (περ. 800−400 π.Χ., δεύτερη περίοδος της εποχής του ορειχάλκου), πνευστά όργανα σε σχήμα S, θρησκευτικού-τελετουργικού χαρακτήρα, είναι δείγματα εξαιρετικής τέχνης. Ακολουθεί μια μακρά περίοδος (400 π.Χ. – 400 μ.Χ.), στην οποία η τέχνη δέχεται αρνητικές ξένες επιδράσεις. Πρώτοι οι Κέλτες και αργότερα οι Ρωμαίοι επηρέασαν τη σκανδιναβική τεχνοτροπία, μέχρι την παρακμή και την οριστική διάλυση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, οπότε οι τευτονικοί λαοί απέκτησαν και πάλι την ανεξαρτησία τους και εκφράστηκαν ξανά με τον δικό τους τρόπο. Τον 9ο και 10ο αι., σε αντίθεση με τους άλλους γερμανικούς λαούς που επανήλθαν στα κλασικά πρότυπα της λεγόμενης καρολίγγειας αναγέννησης, ο βορράς με τους Βίκινγκς διατηρούσε την απόλυτη καλλιτεχνική ανεξαρτησία του, πιστός στις προτιμήσεις των προγόνων για τα αφηρημένα σχήματα. Η Δ., παρότι δεν έχει να παρουσιάσει πολλά κατάλοιπα των Βίκινγκς, έχει διατηρήσει ένα πλήθος ασημένιων κοσμημάτων στο πλοίο-τάφο του Λάντμπι στο Κερτέμιντε Φιόρντ, στην πρώτη πόλη του Χέντεμπι, στην οχύρωση του Ντανέβιρκε, στους δύο τύμβους της Γέλινγκ και, τέλος, στο φρούριο του Τρέλεμποργκ στη δυτική Σγελάνδη. Τα σπειροειδή και πλεκτά μοτίβα, τα προσωπεία, τα μεγάλα τέρατα και συχνά και τα πλοία εμφανίζονται και πάνω στις ρουνικές πέτρες, από τις οποίες η πιο φημισμένη είναι η μεγάλη πέτρα της Γέλινγκ.Αρχιτεκτονική. Με τη διάδοση του χριστιανισμού στη Σκανδιναβική χερσόνησο, τη θέση των τάφων και των καλλιτεχνικών θησαυρών τους παίρνουν οι εκκλησίες με την εσωτερική τους διακόσμηση. Στη δανέζικη μεσαιωνική αρχιτεκτονική μπορούμε ουσιαστικά να διακρίνουμε τρία ρεύματα. Το πρώτο, από το οποίο ελάχιστα υπολείμματα απομένουν, βασίζεται στην αυτόχθονη παράδοση του ξύλου. Κατασκευάζονται έτσι σπίτια (τα σπίτια της Όρχους και εκείνα που διατηρήθηκαν στα διάφορα Φριλαντσμουσέετ, δηλαδή τα μουσεία της υπαίθρου) και οι πρώτες εκκλησίες. Τα άλλα δύο ρεύματα αντιπροσωπεύονται από σπίτια χτισμένα με γρανίτη και τούβλα. Τη χρήση του γρανίτη, ασβεστωμένου και μη, έφεραν στη χώρα Άγγλοι καλόγεροι μετά το 1050, ενώ η χρήση του τούβλου έφτασε από τη Γερμανία περίπου έναν αιώνα αργότερα. Το χαρακτηριστικό μόνκμπρικ (τούβλο μεγάλων διαστάσεων) γίνεται αργότερα το υλικό που χρησιμοποιείται ευρύτατα και συντελεί στη δημιουργία του κιονόκρανου σε τετράγωνο σχήμα. Προκύπτει έτσι ένας τύπος αγροτικής εκκλησίας που διαδόθηκε πολύ. Οι εκκλησίες αυτές χρονολογούνται από τον 13ο αι. ή και λίγο νωρίτερα. Στο νησί Μπόρνχολμ, από το οποίο διαδόθηκαν μετά και στην κεντροανατολική Σουηδία και στη Δ. αντίθετα (η εκκλησία της Μπγέρνεντε, περ. 1150-75, είναι η μοναδική που επέζησε στη Σγελάνδη), υψώνονται εκκλησίες σε κυκλικό σχήμα, με επικλινείς σκεπές. Στην ίδια εποχή ανήκει και η εκκλησία της Κάλουντμποργκ (βορειοδυτική Σγελάνδη), με τους πέντε ψηλούς πολυγωνικούς πύργους. Από αυτό τον ρυθμό εξελίσσεται η πιο εκλεπτυσμένη αρχιτεκτονική του 11ου-12ου αι. των καθεδρικών ναών της Λουντ και Ντάλμπι στη Σκόνε, της Βίμποργκ (ξαναχτίστηκε το 1876 έτσι ώστε μένει από το αρχικό κτίριο μόνο η κρύπτη και μέρος του ψαλτηρίου), της Ρίμπε (που ανακαινίστηκε τον 19ο αι., με τους πύργους του 14ου και 15ου αι.), της Ρόσκιλντ (που τροποποιήθηκε τον 13ο και 14ο αι.), του Σανκτ Μπεντ στη Ρίνγκστεντ και οι δύο εκκλησίες των κιστερκιανών της Σόρε και της Ρίνγκστεντ. Η αρχιτεκτονική αυτή έχει τις ρίζες της στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική και ιδιαίτερα σε εκείνη της περιοχής του Ρήνου. Η συνάντηση με τις γοτθικές καινοτομίες της Ευρώπης, και ιδιαίτερα της Γαλλίας και της βόρειας Γερμανίας, είχε τα στοιχεία μιας εξωτερικής προσαρμογής σε μια ορισμένη κουλτούρα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εκκλησία του Σανκτ Κνουντ, στην Όντενσε (περ. 1300), χτισμένη με τούβλα. Μετά τη διάδοση του προτεσταντισμού η πολιτική αρχιτεκτονική υπερισχύει της θρησκευτικής. Επί Φρειδερίκου Β’ (1559-88) αρχίζει η κατασκευή δύο έργων από τα λαμπρότερα της δανέζικης αρχιτεκτονικής: του Κρόνμποργκ Σλοτ στο Χέλσινγκερ και του Φρεντερίκσμποργκ Σλοτ στη Χίλερεντ. Ο προσανατολισμός προς τις Κάτω Χώρες είναι εμφανέστερος επί Χριστιανού Δ’ (1588-1648), στον οποίο οφείλεται η επέκταση του Φρεντερίκσμποργκ Σλοτ (1602-20). Την επίβλεψη του έργου είχε ο Δανός Γέργκεν Φρίμποργκ, βοηθούμενος από τον Χανς Βαν Στενουίνκελ τον Νεότερο. Το Ρόσενμποργκ Σλοτ (1608-17) και το Χρηματιστήριο στην Κοπεγχάγη είναι έργα του Χανς του Νεότερου (1587-1639) και του αδελφού του, Λάουρεντς (1585-1619), που καθόρισαν τη φυσιογνωμία της αρχιτεκτονικής στο πρώτο μισό του 17ου αι. Στο Φρεντερίκσμποργκ Σλοτ, η Κρήνη του Ποσειδώνα είναι έργο του Άντριααν ντε Βρις και οι ταπετσαρίες του Κάρελ Βαν Μάντερ Β’. Τον 17ο αι., τα κτίρια που παρουσιάζουν ενδιαφέρον είναι λίγα. Ξεχωρίζουν το Σαρλότενμποργκ Σλοτ (περ. 1675) σε ρυθμό μπαρόκ του Έβερτ Γιάνσεν και η εκκλησία του Σωτήρος (Βορ Φρέλσερς Κίρκε, 1682-96) του Λάμπερτ Βαν Χάβεν. Οι διακεκριμένοι αρχιτέκτονες που συνέδεσαν το όνομά τους με τα οικοδομήματα της εποχής του ροκοκό είναι οι Νικολάι Άικτβεντ (1701-54) και Λάουριντς Λαούριντσεν ντε Τούρα (1706-59). Η γαλλική επίδραση γίνεται αισθητή στο κεντρικό μικρό ανάκτορο του Φρεντερίκσμποργκ Σλοτ και στα σχέδια της Ορανζερί του ντε Τούρα, στον οποίο ανήκει και το ροκοκό σχέδιο του Ερεμιτάγκεν στη Ντίρεχαβεν και ο πύργος της εκκλησίας του Σωτήρος. Στο έργο του Άικτβεντ διακρίνεται μια σκηνογραφική διάθεση στην αρχιτεκτονική. Κι αυτό είναι φανερό τόσο στο Κρίστιανσμποργκ Σλοτ όσο και στο απέναντι ανάκτορο Πρίνσες Παλέ, στο Φρέντρεξ Χόσπιταλ, στο Φρεντερίκσμποργκ Σλοτ και στο Αμάλιενμποργκ Σλοτ. Τα τέσσερα αυτά παλάτια είναι χτισμένα γύρω από μια οκταγωνική πλατεία με το άγαλμα του Έφιππου Φρειδερίκου Ε’, έργο του Γάλλου Ζ. Σαλί, και στο βάθος τη μαρμάρινη εκκλησία που άρχισε να κατασκευάζει (1794) ο Νικολά-Ανρί Ζαρντέν και την αποπεράτωσε (1894) ο Φ. Μέλνταλ. Πάνω στα ιταλικά πρότυπα της εποχής θεμελιώνεται ο νεοκλασικισμός του αρχιτέκτονα Κάσπαρ Φρέντρεκ Χάρσντορφ (1735-1799). Στα μέσα του 19ου αι., ακόμα και για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, παρατηρείται μια άρνηση του αριστοκρατικού κλασικισμού και των ευρωπαϊκών προτύπων, με στόχο την ανάκτηση της τοπικής παράδοσης. Η αρχιτεκτονική επιστρέφει στα μεσαιωνικά πρότυπα αξιοποιώντας τα τοπικά υλικά και πρώτα απ’ όλα το τούβλο. Το κέντρο προσοχής μετατοπίζεται πολύ γρήγορα στην αρχιτεκτονική της Αναγέννησης και ιδιαίτερα της ιταλικής και της γαλλικής, που οδηγεί τον αρχιτέκτονα Φ. Μέλνταλ στην κατασκευή του Νavigationsskolen και του Statsanstalten for Livesforikring, στην Κοπεγχάγη. Ο Μάρτιν Νίροπ (1849-1921) αργότερα, με την ανέγερση του Radhuset της Κοπεγχάγης, εγκαινιάζει τον εθνικό ρομαντισμό (1890-1902). Ένα από τα έργα που εκφράζουν με τον καλύτερο τρόπο την επιθυμία να συνδεθεί η νέα αρχιτεκτονική με το πάτριο παρελθόν είναι η Grundtvigs Κirke κοντά στην Κοπεγχάγη (άρχισε το 1921 και ολοκληρώθηκε το 1940) του Π.Β. Γένσεν-Κλιντ (1853-1930). Κατά τον 20ό αι. ξαναγεννιέται μια τάση προς τον κλασικισμό του Τόρβαλντσεν που παρατηρήθηκε ταυτόχρονα με την επιστροφή του αρχιτέκτονα Καρλ Πέτερσεν στον νεοκλασικισμό του Κ.Φ. Χάνσεν, ο οποίος διαμόρφωσε την αρχιτεκτονική περίπου το 1915-30 (κλασικό ιντερμέδιο). Αν η σύγχρονη δανέζικη αρχιτεκτονική παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, δεν είναι τόσο για την ορθόδοξη εφαρμογή του διεθνούς ορθολογισμού των Λε Κορμπιζιέ, Μίες Βαν ντερ Ρόε και Γκρόπιους όσο ακριβώς γιατί κατάφερε ακόμα και να ξεπεράσει τις επιδράσεις αυτές. Ένα από τα βασικά θέματα της νέας αρχιτεκτονικής είναι η σχέση μεταξύ οικοδομήματος και τοπίου, για την οποία είναι απαραίτητη η προσεκτική διαφύλαξη του φυσικού περιβάλλοντος. Η αρχιτεκτονική δεν επιβάλλεται στο τοπίο: παρεμβάλλεται, και αυτό γίνεται σε ανθρώπινες διαστάσεις και μέτρα που αποκλείουν την έμφαση ή τη θεατρικότητα. Η αρχιτεκτονική αυτή μοιάζει με ομολογία της αταβιστικής αγάπης των σκανδιναβικών λαών για τη φύση και πίστη στην ικανότητά της να προσφέρει γαλήνη στον κουρασμένο από την ένταση της καθημερινής ζωής άνθρωπο. Η δανέζικη αρχιτεκτονική εισήγαγε στη διακόσμηση των χώρων τη χρήση υφασμάτων με ζωηρά χρώματα και διαφόρων υλικών που αξιοποιούνται σωστά. Αξιόλογα είναι επίσης τα αποτελέσματα που επιτυγχάνονται στη βιομηχανική αρχιτεκτονική και στην κατασκευή σπιτιών με προκατασκευασμένα υλικά και εξαρτήματα σε χαμηλό κόστος.Στους τοίχους των εκκλησιών της υπαίθρου υπάρχουν μαγευτικές ζωγραφιές με παραστάσεις από τη ζωή του Χριστού, της Παναγίας και των αγίων. Τον 14ο αι. έγινε φανερή και η εξάρτηση από την ξένη τέχνη, που δεν περιορίστηκε μόνο στην εισαγωγή καλλιτεχνημάτων, αλλά εκδηλώθηκε και με την πρόσκληση ξένων καλλιτεχνών στη χώρα. Έτσι, τον 15ο αι. εργάστηκαν στη χώρα Γερμανοί από τις χανσεατικές πόλεις, ενώ στους δύο επόμενους αιώνες (16ο και 17ο) Φλαμανδοί από την Αμβέρσα και τις Βρυξέλλες. Κατά τον προτεσταντισμό, η ζωγραφική προσωπογραφιών και ιστορικών θεμάτων έθεσε σε δεύτερη μοίρα την αγιογραφία. Η Δ. συνέχισε να είναι ανοιχτή στην ευρωπαϊκή τέχνη, ιδιαίτερα προς την τέχνη της χανσεατικής Γερμανίας και των Κάτω Χωρών τον 16ο και 17ο αι. και της Ιταλίας, της Γαλλίας και της βόρειας Γερμανίας τον 18ο. Οι ζωγράφοι Γιάκομπ Βαν ντερ Ντόορντ και Πιέτερ Ίσαακς εργάστηκαν στην αυλή του Χριστιανού Δ’, παράλληλα με τον Κάρελ Βαν Μάντερ Γ’ και τον Άμπρααμ Ουέχτερς. Το άνοιγμα προς τη Γαλλία που παρατηρήθηκε αργότερα ήρθε ως επακόλουθο της απόλυτης μοναρχίας που επιβλήθηκε (1660) από τον Φρειδερίκο Γ’. Την εποχή αυτή άκμασε ο προσωπογράφος Γιάκομπ ντ’ Άγκαρ (1640-1715). Κατά τον 17ο αι., οι ζωγράφοι (Βόλφγκανγκ Χάιμπαχ Γ. ντε Κόνινγκ, ο Νορβηγός Πέτερ Άντερσεν) διακόσμησαν, κατά προτίμηση με ταπετσαρίες, τοιχογραφίες και πίνακες, τους βασιλικούς πύργους. Προς αυτή την κατεύθυνση εργάστηκε και στον 18ο αι., ανάμεσα στους άλλους, και ο Γάλλος Μ. Λε Κοφρ στις οροφές του Ρόσενμποργκ και του Φρεντερίκσμποργκ. Διαφορετική ήταν η τέχνη του πρώτου μισού του 18ου αι., γιατί ακολούθησε το γερμανικό ροκοκό. Η χρωματική ευαισθησία, οι απαλές αποχρώσεις και η ψυχολογική εμβάθυνση των προσωπογραφιών του Σουηδού ζωγράφου Καρλ Γκούσταφ Πίλο (1711-1792) έρχονταν σε αντιδιαστολή με τις νέες τάσεις στις οποίες αντίθετα προσαρμόστηκαν οι προσωπογράφοι Βιγκίλιους Έρικσεν (1722 -1782), Γενς Γιουλ (1745-1802) και Νικολάι Άλμπιγκορ (1743-1809). Μέχρι το τέλος του 19ου αι. συνεχίστηκε η κλασική αναβίωση, που επαναλάμβανε ελληνορωμαϊκά πρότυπα και εφάρμοζε τους κανόνες των Ιταλών προσωπογράφων του 16ου αι. Οι ζωγράφοι, στο μεταξύ, προσαρμόζονταν στα πρότυπα των Γάλλων Νταβίντ και Ενγκρ, καθώς και στην τοπιογραφία που χαρακτηριζόταν από αρχιτεκτονική προοπτική. Τη ζωγραφική αυτή δίδαξε στην Ακαδημία ο Κ.Β. Έκερσμπεργκ (1783-1853), από τους μαθητές του οποίου ξεχώρισε ο Κρίστεν Κέμπκε (1810-48). Στα μέσα του ίδιου αιώνα και οι ζωγράφοι άρχισαν να εμπνέονται από την εθνική παράδοση (Γ. Σόνε, Π.Κ. Σκόβγκορ, Γ.Τ. Λούντμπι). Η ζωγραφική παρέμεινε πιστή σε αυτή τη θεματογραφία και μετά την Έκθεση του Παρισιού του 1878, οπότε προσανατολίστηκε προς τον νατουραλισμό (Τέοντερ Φίλιπσεν, 1840-1920). Την εποχή αυτή επικρατούσαν τρεις σχολές ζωγραφικής. Πρώτα ήταν η σχολή του Σκάγκεν (χωριό των ψαράδων), με τον Π.Σ. Κρέγερ (1851-1901), τον Μίκαελ (1849-1927), την Άνα Άνκερ (1859-1935) και τον Νορβηγό Κρίστιαν Κρογκ (1852-1925), οι οποίοι ζωγράφιζαν στην ύπαιθρο (en plein-air)· ο Βίγκο Γιόχανσεν (1851-1935) ασχολήθηκε κυρίως με νεκρές φύσεις. Η σχεδόν σύγχρονή της σχολή της Φιν, υπό την καθοδήγηση του εκκεντρικού Κ. Σάρτμαν (1843-1917), συγκέντρωσε ζωγράφους που μερικοί από αυτούς κατάγονταν από το νησί, και με κοινό το νατουραλιστικό ενδιαφέρον τους για το τοπίο αιωρούνταν από τον ιμπρεσιονισμό των Πέτερ Χάνσεν (1868-1928) και Γιοχάνες Λάρσεν μέχρι τους Π.Σ. Κρίστιανσεν (1855-1933) και Φ. Σίμπεργκ (1862-1939). Η τρίτη σχολή, εκείνη του Μπόρνχολμ, ιδρύθηκε περίπου το 1911-12 από τους θαυμαστές του Ματίς: τον Σουηδό Καρλ Ίσακσον (1878-1922) και τον Έντβαρντ Βάσε (1879-1943), τον πιο λεπτό χρωματογράφο μετά τον Κέμπκε. Η προσέγγιση της δανέζικης τέχνης στον γαλλικό ιμπρεσιονισμό έγινε όχι μόνο με τα ταξίδια των Δανών καλλιτεχνών στο Παρίσι αλλά και με τις εκθέσεις των ιμπρεσιονιστών που οργανώνονταν στην Κοπεγχάγη. Μετά από μια πιο σαφή προσέγγιση προς τους συμβολιστές (Γ.Φ. Βίλουμσεν, Γιόακιμ Σκόβγκορ), οι καλλιτέχνες προσανατολίζονταν τόσο προς τη χρωματική πληθωρικότητα των φοβιστών (Ε. Βάιε) όσο και προς τον κυβισμό και στη μετά τον ιμπρεσιονισμό περίοδο του Μπονάρ. Στη δεκαετία του 1940 οι νέοι ζωγράφοι ακολούθησαν το παράδειγμα του Πικάσο, του Σεζάν και της πριμιτίφ τέχνης. Ο Ρίκαρντ Μόρτενσεν, από τα πιο γνήσια ταλέντα της Δ., ο Καρλ Χένινγκ Πέντερσεν, ο Έλσε Άλφελτ και ο Έγκιλ Γιάκομπσεν είναι από τους αντιπροσωπευτικότερους καλλιτέχνες των τάσεων αυτών. Βαθύ νατουραλιστικό συναίσθημα διαφαίνεται εξάλλου μέσα στο έργο του Μόγκενς Άντερσεν. Ωστόσο, στον εξευγενισμό της δανέζικης τέχνης συνέβαλε πολύ η ίδρυση του κινήματος Κόμπρα (ακρωνυμικό, από τα αρχικά των ονομάτων των πόλεων από τις οποίες κατάγονταν τα μέλη της: Κοπεγχάγη, Βρυξέλλες και Άμστερνταμ). Οι καλλιτέχνες αυτοί παρουσίασαν την πρώτη έκθεσή τους το 1949 στο μουσείο Stedelijk του Άμστερνταμ. Η ομάδα αυτή, που είχε την ευτυχία να δει ανάμεσα στους ιδρυτές της τον Δανό Άσγκερ Γιορν (1914-1973), ξεκινώντας από τις κατευθύνσεις των μεγάλων εξπρεσιονιστών του βορρά (Μουνκ, Άνσορ, Νόλντε), εκφράστηκε αργότερα στα γκροτέσκο σχήματα του Γιορν.Η μεσαιωνική γλυπτική της Δ. δανείστηκε πολλά στοιχεία από την Ευρώπη. Από το Νότινγχαμ προέρχονταν οι αλαβάστρινοι βωμοί· ο γερμανικής καταγωγής Άνταμ Βαν Ντίρεν αναστήλωσε τον καθεδρικό ναό της Λουντ· ο Χανς Μπρίγκερμαν, ο διασημότερος γλύπτης του Χόλσταϊν, δημιούργησε το πολύπτυχο του ξύλινου βωμού της μητρόπολης του Σλέσβιχ· ο ευνοούμενος της βασίλισσας Χριστίνας Κλάους Μπεργκ από τη Λίμπεκ κατασκεύασε ένα πολύπτυχο για τον ξύλινο βωμό της εκκλησίας των φραγκισκανών στην Όντενσε, που σήμερα βρίσκεται στην εκκλησία του Σανκτ Κνουντ. Μετά τη διάδοση του προτεσταντισμού η γλυπτική χρησιμοποιήθηκε για να απαθανατιστούν οι διάφοροι ηγεμόνες και άρχοντες. Την περίοδο του Φρειδερίκου Γ’ αναδείχτηκε ο γλύπτης Άμπρααμ Κέσαρ. Ο αντιπροσωπευτικότερος όμως γλύπτης είναι ο Τόμας Κουελίνους (1661-1709). Σημαντικός αργότερα υπήρξε και ο Γ. Βίντεβελτ (1731-1802). Η προτίμηση για το ιδανικό της ομορφιάς που υπέδειξαν ο Βίνκελμαν και ο Κατριέμ ντε Κενσί συναντάται στο έργο του διάσημου γλύπτη Μπέρτελ Τόρβαλντσεν (1770-1844). Κατά την περίοδο του ιμπρεσιονισμού, ο γλύπτης Κάι Νίλσεν (1882-1920) ανακάλυψε τον Ροντέν και τον Μιχαήλ Άγγελο, την αιγυπτιακή γλυπτική, τον ελληνικό και ασσυριακό αρχαϊσμό και δημιούργησε λαμπρά έργα με πολλά στοιχεία μπαρόκ, σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα Ίβαρ Μπέντσεν. Βαθιά προσκολλημένη στη φύση, η δανέζικη γλυπτική του 20ού αι. εκφράστηκε με ρεαλιστικές φόρμες που καθρεφτίζουν τη χαρά της ζωής (Γκούναρ Βέστμαν) ή τη δύναμη του ανθρώπινου στοιχείου (Σβεντ Βίιγκ Χάνσεν). Από ένα πλαστικά αφηρημένο όραμα ξεκίνησαν, αντίθετα, οι Ρόμπερτ Γιάκομπσεν, Σέρεν Γκέοργκε Γένσεν, Βίλι Έρσκοβ και Μπεντ Σέρενσεν. Από τις τελευταίες γενιές των γλυπτών αξίζει να αναφερθούν οι Γιόργκεν Χάουγκεν Σέρενσεν και Έγκον Φίσερ.Το δανέζικο θέατρο έκανε τα πρώτα βήματά του με τις παραστάσεις που δίνονταν τον 16ο αι. μέσα στα σχολεία· τέτοια θεάματα βασίζονταν κυρίως σε μεταφράσεις ή παραφράσεις ξένων έργων, αλλά μας είναι γνωστή και μια Παράσταση του Σανκτ Κνουντ (περ. 1530) που διατηρεί τη δομή του μεσαιωνικού θαύματος. Πρέπει να φτάσουμε στον 18ο αι. για να σημειώσουμε την ίδρυση (1722) του Δανέζικου Θεάτρου (Danske Sκueplads) στην Κοπεγχάγη. Στο θέατρο αυτό ανέβηκε το πλούσιο ρεπερτόριο των έργων του Νορβηγού Λούντβιγκ Χόλμπεργκ, που ήταν ο πιο αξιόλογος Σκανδιναβός θεατρικός συγγραφέας πριν από τον Ίψεν και τον Στρίντμπεργκ. Αμέσως μετά τον Χόλμπεργκ, ένας άλλος δημιουργός ανέτειλε στο θεατρικό στερέωμα: ο Γιοχάνες Έβαλντ (1743-1781), το έργο του οποίου εμπεριέχει στοιχεία κλασικισμού και νεορομαντισμού. Η κωμωδία του Αδάμ και Εύα (Αdamo og Εva), γραμμένη σε αλεξανδρινούς στίχους, βασίζεται σε γαλλικά πρότυπα, ενώ με τις άλλες δύο, Ρολφ Κράγκε (Rolf Κrage) και Ο θάνατος του Μπάλντερ (Βalders Dod), παρουσίασε για πρώτη φορά στη θεατρική σκηνή τον σκανδιναβικό Μεσαίωνα. Εκκεντρικός και μεγαλοφυής, ο Έβαλντ επεξεργάστηκε και την κωμωδία Οι ανύπαντροι (Ρebersvendene), τη δραματική σάτιρα Ηarlekin Ρatriot και θριάμβευσε με το μελόδραμα Οι αλιείς (Fiskerne, 1780). Το θέατρο της πρωτορομαντικής περιόδου συνοψίζεται στο έργο του Άνταμ Ελενσλέγκερ (1779-1850), που στο διάστημα μιας τετραετίας έγραψε 25 τραγωδίες, τρεις κωμωδίες και έναν μεγάλο αριθμό μέτριων μελοδραμάτων. Άντλησε τα θέματά του κυρίως από την αρχαιότητα του βορρά, έγραψε όμως και τα έργα Προμηθέας (Ρrometheus) και Σωκράτης (Sokrates, 1835). Από το έργο του σατιρικού Πέτερ Άντρεας Χάιμπεργκ (1758-1841) αξίζει να αναφερθεί η κωμωδία Χέκινγκμπορν (Ηeckingborn), καθώς και Η χρυσή ταμπακιέρα του Όλουφ Όλουφσεν (1764-1827). Ο Γιόχαν Λούντβιγκ Χάιμπεργκ (1791-1860), που ήταν και διευθυντής (1849-1856) του Εθνικού Θεάτρου της Δ., ήταν ένας συγγραφέας ο οποίος, χωρίς να διαθέτει μεγάλες δημιουργικές ικανότητες, γνώριζε τις απαιτήσεις της σκηνής. Γι’ αυτό έδωσε τέτοια ζωντάνια στις βοντβίλ του, τόση δροσιά στη ρομαντική του κωμωδία Ο λόφος με τα αερικά (Εlverhoj, 1828) και τόσο σφρίγος στη σατιρική κωμωδία Μια ψυχή μετά τον θάνατο (Εn Sjoel efter Doden, 1841). Αστικές κωμωδίες και ρομαντικά δράματα παρουσίασε ο Χένρικ Χερτς (1798-1870), ενώ δευτερεύουσες είναι οι κωμωδίες του Γενς Κρίστιαν Χόστρουπ (1818-1892). Στο δεύτερο μισό του 19ου αι. ο Χόλγκερ Ντράκμαν (1846-1908) δούλεψε πάνω στο δραματικό παραμύθι και στο μελόδραμα· ο Καρλ Γκέλερουπ (1857-1919), όπως και ο Φρέντρεκ Πάλουνταν-Μίλερ (1809-1876) άντλησαν την έμπνευσή τους από τον σκανδιναβικό, τον ελληνικό και τον ινδικό κόσμο. Πιο κοντά στη σύγχρονη πραγματικότητα έμειναν κωμωδιογράφοι όπως ο Έντβαρντ Μπράντες (1847-1931), ο Ότο Μπένσον (1856-1938), ο Γκούσταβ Έσμαν (1860-1904) και ο Γκούσταβ Βιντ (1858-1914). Μέσα στην πρώτη εικοσαετία του 20ού αι. διακρίθηκε ο Χέλγκε Ρόντε (1870-1937), ο ευαίσθητος νεορομαντικός που μέσα από τα είκοσι έργα του πέρασε από το συμβολικό δράμα με το έργο Οι γιοι του βασιλιά (Κongesonner, 1896) στο προϊστορικό δράμα με τον Μύθο του ήλιου (Solsagn, 1904), στην ιλαροτραγωδία με τη Γιορτή του Μπαρτολίνου (Βartholins Gloedesdag, 1905), στη σατιρική κωμωδία με τη Φυγή (Fleugten, 1909), στην τραγωδία με Το μεγάλο ναυάγιο (Det store Forlis, 1917) και στο μονόπρακτο με το Όλα πάνε καλά (Αlt er godt, 1928). Αντίθετα, μόνο η τεχνική εμπειρία εξασφάλισε μια σύντομη επιτυχία στις κωμωδίες του Άιναρ Κρίστιανσεν (1861-1939) και στα ιψενικά δράματα του Σβεν Λάνγκε (1868-1930). Η περίοδος όμως της μεγαλύτερης ζωτικότητας του δανέζικου θεάτρου άρχισε περίπου το 1930, χάρη σε μια μικρή ομάδα δραματουργών που ξεπέρασαν τον νατουραλισμό για να αντιμετωπίσουν τα φλέγοντα προβλήματα της σύγχρονης ζωής. Ήδη ο Μπέρτελ Μπουτς Μίλερ (1880-1949) είχε δώσει σχετικά δείγματα. Ο Σβεν Μπόρμπεγκ (1888-1947), αφού ανέλυσε στο έργο Κανένας (1920) το δράμα του στρατιώτη που γυρίζει από τον πόλεμο, αντιμετώπισε στο Circus Juris (1935) το πρόβλημα της απονομής δικαιοσύνης που ο ίδιος θεωρούσε ως κάτι ηθικά ακατόρθωτο· στο έργο Αμαρτωλός και άγιος (Syndare og Ηelgen, 1939) προσπάθησε να παραλληλίσει τον Ντον Τζοβάνι με τον Δον Κιχώτη. Σε διαφορετικό επίπεδο κινήθηκε ο προτεστάντης πάστορας Κάι Μουνκ (1898-1944) συνδυάζοντας με τους θρησκευτικούς στόχους μια πλατιά ανθρωπιστική ιδεολογία. Διαφορετική είναι και η τέχνη του Καρλ Έρικ Μάρτιν Σόια, που πρωτοεμφανίστηκε με την άγρια σάτιρα του μικροαστικού κόσμου Τα παράσιτα (Ρarassiterne, 1939), την οποία ακολούθησαν δύο έργα βασισμένα στην ψυχανάλυση: Ποιος είμαι; (Ηvem er jeg, 1932) και Ο λόρδος Νέλσον βγάζει το φύλλο συκής (Lord Νelson loegger Figendladet, 1934). Αξιόλογο είναι και το έργο του Κελντ Άμπελ (1901-1961) όπου ως υπέρτατο αγαθό παρουσιάζεται η συνειδητή και υπεύθυνη ελευθερία του ατόμου. Αρκετά αξιόλογη είναι, τέλος, η επίπονη θεατρική παραγωγή του Λεκ Φίσερ. Πιο πρόσφατα, ο φημισμένος μυθιστοριογράφος Χανς Κρίστιαν Μπράνερ (1903-1966) στράφηκε προς το θέατρο ιδεών με τα έργα Αδελφοί και αδελφές (1952) και Οι Θερμοπύλες (1959), ενώ ο Κνουντ Σέντερμπι επιδόθηκε στο ψυχολογικό δράμα.Με ένα ντοκιμαντέρ για τη βασιλική οικογένεια (1898) και με την ταινία μικρού μήκους Η εκτέλεση (Ηenrettelsen, 1903) ο φωτογράφος Πέτερ Έλφελτ εγκαινίασε τον δανέζικο κινηματογράφο. Το 1906, χάρη στον Όλε Όλσεν, ιδρύθηκε η κινηματογραφική εταιρεία Νordisk Film Κompagni που σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα παρουσίασε μεγάλο αριθμό ταινιών (1.105 φιλμ από το 1911 μέχρι το 1919). Από τους ηθοποιούς που δούλεψαν για την εταιρεία αυτή, εκτός από τον Όλαφ Φενς, την Κλάρα Βιτ και τον Βάλντεμαρ Ψιλάντερ, ξεχωρίζει η Άστα Νίλσεν (1883-1972), που έγινε γνωστή με την ταινία Η άβυσσος (Αfgrunde, 1910) σε σκηνοθεσία του Ούρμπαν Γκαντ. Το 1913 εμφανίστηκε ο Μπέντζαμιν Κρίστενσεν, που η δραματική ένταση του ύφους του και ο βασανιστικός προβληματισμός του τον τοποθετούν στον χώρο του εξπρεσιονισμού, με το μελοδραματικό κατασκοπευτικό έργο Το μυστηριώδες Χ (Det Ηemmelighedsfulde Χ). Ακολούθησαν οι ταινίες του Νύχτα εκδίκησης (Ηaevnens Νat, 1916) και Η μάγισσα (Ηeksen, 1921), που ήταν ίσως το πιο σημαντικό έργο του. Το 1924 μετανάστευσε στη Γερμανία και από το 1926 μέχρι το 1930 έμεινε στο Χόλιγουντ, όπου γύρισε διάφορες ταινίες που γνώρισαν μεγάλη εμπορική επιτυχία. Όταν επέστρεψε στην πατρίδα του παρουσίασε τις ταινίες Οι γιοι του διαζυγίου (Skilsmissen Βorn, 1939), Ο νεαρός (Βarnet, 1940), Συνόδεψέ με στο σπίτι (Gamed mig hjem, 1941) και Κυρία με τα μαύρα γάντια (Damen med de sorte Ηandsker, 1943). Η έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, με τη στασιμότητα της γερμανικής παραγωγής, επέτρεψε στον δανέζικο κινηματογράφο να διατηρήσει το κύρος του στην Ευρώπη. Στην περίοδο του μεσοπολέμου, όμως, αν εξαιρέσουμε το έργο του Καρλ Τέοντορ Ντράγερ, ο δανέζικος κινηματογράφος παράκμασε. Οι καλύτεροι σκηνοθέτες αυτής της περιόδου ήταν ο Άντερς-Βίλελμ Σάντμπεργκ, ο Λάου Λάουριτσεν και ο Γκέοργκε Σνέεβοϊγκτ, ο οποίος με τον Εσκιμώο (Εskimo, 1930) παρουσίασε την πρώτη ομιλούσα ταινία της Δ. Ο ομιλών κινηματογράφος, όμως, που ήταν δημιούργημα (1923) των Πέτερσεν και Πόουλσεν περιόρισε ακόμα περισσότερο την κυκλοφορία των δανέζικων ταινιών στο εξωτερικό, εξαιτίας της γλώσσας. Έτσι εδραιώθηκε η σχολή των ντοκιμαντέρ με ορισμένους πολύ δραστήριους σκηνοθέτες, όπως οι Γιον Όλσεν, Τέοντορ Κρίστενσεν και Πόουλ Χένινγκσεν. Με τη γερμανική κατοχή, ο δανέζικος κινηματογράφος άρχισε να αντλεί τα θέματά του από την πραγματικότητα. Διακρίνονται ο Χέρμαν Μπανγκ, με τις Καλοκαιρινές διασκεδάσεις (Sommerglaeder, 1940) και η Μπόντιλ Ίψεν, που παρουσίασε μαζί με τον Λάουριτσεν τον Νεότερο την ταινία Ιχνηλασία (Αfsporet, 1942), ένα δυνατό ψυχολογικό δράμα. Μεταπολεμικά γυρίζονταν ταινίες με θέματα από την Κατοχή και την Αντίσταση. Το 1946, το ζευγάρι Μπγιάρνε και Άστριντ Χένινγκ-Γένσεν γύρισαν την ταινία Ντίτε, η κόρη του ανθρώπου (Ditte Μenneskebarn) από το ομώνυμο κοινωνικό μυθιστόρημα του Άντερσεν Νέξα, μία από τις πιο αξιομνημόνευτες ταινίες της μεταπολεμικής περιόδου. Από τη δεκαετία του 1950 ξεχώρισαν τα έργα Ένας ξένος χτυπάει την πόρτα (Εn Fremmed Βanker Ρa, 1959) του Γ. Γιάκομπσεν και Ο ουρανός είναι γαλάζιος (Ηimlen er Βla, 1954) του Σ. Όγκε. Αξιοσημείωτη δραστηριότητα άρχισε να αναπτύσσεται από τη δεκαετία του 1960 και ύστερα, ενώ η παραγωγή σταθεροποιήθηκε στις 15 με 20 ταινίες τον χρόνο. Το 1964, ο Ντράγερ γύρισε την τελευταία του ταινία, Γερτρούδη (Gertrud), ενώ άρχισε να κάνει την εμφάνισή της μια νέα γενιά σκηνοθετών, που καταπιανόταν με κοινωνικά και άλλα θέματα και από την οποία ξεχώρισε ο Κνουτ Λάιφ-Τόμσεν, ο Γκάμπριελ Άξελ, ο Γιένς Ραβν, ο Πάλε Κγιάερουλφ-Σμιτ, και ιδιαίτερα ο Χένινγκ Κάρλσεν, που γύρισε τις ταινίες Δίλημμα (Dilemma, 1962), Η δίψα (Sult, 1966), που είναι η πιο γνωστή ταινία του στο εξωτερικό, βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του νομπελίστα Κνουτ Χάμσουν, Είμαστε όλοι δαίμονες (Κlabautermanden, 1969), Το κομπόδεμα ή τη ζωή σου (Ρengene eller livet, 1982). Άλλοι σκηνοθέτες που ξεχώρισαν στα επόμενα χρόνια ήταν οι Νιλς Μάλμρος, Άστριντ Χένινγκ-Γιένσεν, Μόρτεν Άρνφρεντ, Χένρικ Στάνγκερουπ, Χανς Κρίστενσεν, Κρίστιαν Μπράαντ Τόμσεν και Έρικ Κλάουζεν. Όμως, οι πιο σημαντικοί σύγχρονοι σκηνοθέτες είναι ο Γκράμπριελ Άξελ, ο Μπιλ Όγκαστ και ο Λαρς φον Τρίερ. Ο Γκάμπριελ Άξελ γύριζε ταινίες από το 1955, αλλά έγινε διεθνώς γνωστός χάρη στην ταινία του Η γιορτή της Μπαμπέτ (Βabettes goestebud, 1987), που απέσπασε το Όσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας. Ο Μπιλ Όγκαστ κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα του φεστιβάλ των Κανών του 1988 με την ταινία του, Πέλε, ο κατακτητής (Ρelle erobreren, 1987), ενώ το 1992 τιμήθηκε με την ίδια διάκριση για την ταινία του Οι καλύτερες προθέσεις (Den goda viljany) σε σενάριο του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, που αφηγείται τη ζωή των γονιών του διάσημου Σουηδού σκηνοθέτη. Μια εντελώς ξεχωριστή θέση κατέχει ο Λαρς φον Τρίερ, αποκάλυψη του φεστιβάλ των Κανών το 1985, με το στιλιζαρισμένο, βουτηγμένο σε μια υπερρεαλιστική ατμόσφαιρα, θρίλερ του Το στοιχείο του εγκλήματος (Τhe Εlement of Crime, 1984). Ακολούθησαν άλλες δύο εξίσου στιλιζαρισμένες ταινίες, Επιδημία (Εpidemic, 1988) και Εuropa (1991), ενώ στη δεκαετία του 1990 συνάντησε την ευρύτατη διεθνή αποδοχή με την ταινία Δαμάζοντας τα κύματα (Βreaking the Waves, 1996), που κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο του φεστιβάλ των Κανών. Στη συνέχεια, συμμετείχε στη βραχύβια κίνηση σκηνοθετών του Βορρά, που ονομάστηκε Δόγμα, καρπός της οποίας υπήρξε μεταξύ άλλων η ταινία Οι ηλίθιοι (1999), για να καθιερωθεί πλέον στον νέο αιώνα, με το αμφιλεγόμενο αντι-μιούζικαλ Dancer in the dark (2000), με πρωταγωνίστρια την Ισλανδή τραγουδίστρια Μπγιορκ.Η λαϊκή μουσική της Δ., που η παράδοσή της ξεκινά από τον Μεσαίωνα, έχει κι αυτή τον χαρακτήρα και τη μορφή της σουηδικής και της νορβηγικής μουσικής, αν και παρουσιάζεται κάπως πιο τραχιά στον τονισμό. Γνωρίζουμε την ύπαρξη στη Δ. μιας μουσικής ζωής αρκετά ανθηρής μέχρι τα πρώτα χρόνια του Μεσαίωνα, κυρίως στα αυλικά παρεκκλήσια και στις μπάντες των χωριών. Το 1500 η μουσική στη Δ. εξελισσόταν σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα (κυρίως τα γερμανικά) και δεν επεδίωκε έναν αυτόνομο προσανατολισμό προς τη σκανδιναβική κουλτούρα. Μια τέτοια συμμετοχή στα μουσικά γεγονότα της Ευρώπης άρχισε την εποχή της Μεταρρύθμισης, με την καθιέρωση των χορικών λουθηρανικών ασμάτων. Οι συλλογές αυτών των ασμάτων αποτελούν πράγματι τα πρώτα δείγματα μιας καλλιεργημένης μουσικής. Στη Δ. –περισσότερο ίσως απ’ ό,τι στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες– διάφοροι ξένοι μουσικοί ταξίδεψαν στη χώρα και άλλοι ντόπιοι πήγαν στο εξωτερικό. Ο Ντίτριχ Μπούξτεχουντε (1637-1707) έγινε ο πιο φημισμένος μουσικός στη Λίμπεκ, ενώ μέσα στη Δ. δούλεψαν πολλοί ξένοι μουσικοί, ιδιαίτερα Γερμανοί. Η πρώτη μεγάλη ώθηση δόθηκε στη μουσική κατά τις αρχές του 17ου αι. από τον Χριστιανό Δ’, ο οποίος φιλοξένησε στην αυλή του τους πιο επιφανείς συνθέτες της εποχής. Ο Χριστιανός ΣΤ’ (1730-1746) στην περίοδο που αναπτυσσόταν το μελόδραμα απαγόρευσε για πολλά χρόνια την παρουσίαση θεατρικών έργων. Όταν έπαψαν τα περιοριστικά αυτά μέτρα, αυξήθηκε η δραστηριότητα Γερμανών μουσικών στη Δ., από τους οποίους προήλθε μετά η ίδρυση μιας εθνικής σχολής που είχε μεγάλη απήχηση τον 19ο αι. με την οικογένεια των Χάρτμαν: Άουγκουστ Βίλελμ (1775-1850), Γιόχαν Πέτερ Εμίλιους (1805-1900) και Βίλελμ Εμίλιους (1836-1898). Σε αυτούς πρέπει να προσθέσουμε και τον Γερμανό Φρίντριχ Ρούντολφ Κούλαου (1786-1832) που εγκαταστάθηκε στην Κοπεγχάγη το 1810. Αντίθετα, ένας από τους πιο λαμπρούς Δανούς μουσικούς, ο Νιλς Βίλελμ Γκάντε (1817-1890), ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα στη Λειψία. Στην αρχή συνεργάστηκε με τον Μέντελσον και ύστερα τον διαδέχτηκε στην καλλιτεχνική διεύθυνση των κοντσέρτων του Γκέβανχαους. Ανάμεσα στις πιο αξιόλογες μουσικές μορφές εντάσσονται και οι Πέτερ Χάισε (1830-1879), δημιουργός του εθνικού έργου Ο βασιλιάς και η στραταρχίνα (1878), Άσγκερ Χάμερικ (1843-1923), του οποίου αρκετή επιτυχία είχε η Symphonie spirituelle, και κυρίως ο Καρλ Άουγκουστ Νίλσεν (1865-1931), μαθητής του Γκάντε. Από τους μουσικούς του 20ού αι. επισημαίνουμε τους Κνούντεγκε Ρίσαγκερ, Γέργκεν Μπέντσον, Νιλς Βίγκο Μπέντσον, Έμπε Χάμερικ και, ιδιαίτερα, τους Βαγκν Χόλμποε και Χέρμαν Ντάβιντ Κόπελ. Ανάμεσα στους ιστορικούς της μουσικής την πρώτη θέση έχει ο Κνουντ Γέπεσεν, ιδρυτής πολλών μουσικών ιδρυμάτων.Η Δ. είναι μια χώρα που περιβάλλεται από τη θάλασσα και αυτό εξηγεί γιατί ο λαός της είναι ναυτικός. Αλλά είναι και μια ομοιόμορφη και επίπεδη πεδιάδα, μια γόνιμη και πλούσια γη και αυτό δικαιολογεί το παράλληλο ενδιαφέρον των Δανών προς τη γεωργία. Για πολλούς Δανούς η καλλιέργεια ενός μικρού χωραφιού δεν είναι αναγκαιότητα, αλλά χόμπι που αξίζει να το πληρώσεις. Στην Κοπεγχάγη, για παράδειγμα, η κοινότητα ενοικιάζει στους κατοίκους κομμάτια γης από τα περίχωρα της πόλης, με σκοπό να μετατραπούν σε ανθόκηπους και λαχανόκηπους. Έτσι, τα απογεύματα, όταν φεύγουν από τα γραφεία και τα εργοστάσια, οι εθελοντές αγρότες πηγαίνουν στους κήπους τους, που τους έχουν περιφράξει με φροντίδα και επιδίδονται στη δουλειά με το πάθος και την ικανότητα ειδικευμένων ανθοκόμων. Μόνο στην πρωτεύουσα υπάρχουν 120.000 τέτοιοι ενοικιασμένοι κήποι με μοναδική υποχρέωση, εκτός από την καταβολή του ενοικίου, την παράδοσή τους στην κοινότητα μόλις γίνουν εκμεταλλεύσιμοι. Η αναζήτηση της υπαίθρου, η αγάπη για τις ομορφιές της φύσης είναι για τους Δανούς ένστικτο που η κάθε γενιά μεταδίδει στην επόμενη. Παρ’ όλα αυτά, οι Δανοί είναι πρώτα καλοί πολίτες και ύστερα αγρότες ή ναυτικοί. Είναι σταθεροί, σέβονται τους τύπους και συγχρόνως είναι ανοιχτόκαρδοι, εύθυμοι και εγκάρδιοι, σίγουρα περισσότερο από τους άλλους σκανδιναβικούς λαούς. Η ζωή των Δανών είναι αυστηρά ρυθμισμένη με το ρολόι. «Καιρός παντί πράγματι», θα μπορούσε να είναι το γνωμικό αυτού του λαού που παρά την έντονη δουλειά δεν παραμελεί τις διασκεδάσεις και τα σπορ. Όταν στις πέντε το απόγευμα τα εργοστάσια και τα γραφεία κλείνουν τις πόρτες τους, οι δρόμοι των χωριών και των πόλεων γεμίζουν από εύθυμους ποδηλάτες. Το ποδήλατο είναι το πιο λαϊκό και συνηθισμένο μεταφορικό μέσο στη Δ. Δεν υπάρχει τίποτα που θα μπορούσε να ματαιώσει τον κυριακάτικο περίπατο του Δανού ποδηλάτη. Στον αυστηρό σεβασμό των ωραρίων, τη χρονομετρική υποδιαίρεση της ημέρας τους, οι Δανοί συνηθίζουν από μωρά. Στα πέντε τους χρόνια αρχίζουν να πηγαίνουν στο σχολείο όπου η φοίτηση είναι εντελώς δωρεάν. Εκεί τους παρέχεται το μεσημεριανό γεύμα που μοιράζεται σε όλους, ανεξάρτητα από την οικονομική κατάσταση της οικογένειας. Στις πόλεις, οι Δανοί προτιμούν τα μικρά διαμερίσματα. Μόνο στην ύπαιθρο τα μεγάλα σπίτια είναι κανόνας. Χαμηλά και ογκώδη, έχουν τη σκεπή τους σκεπασμένη με ξερά χόρτα, τύρφη ή άχυρα σύμφωνα με μια αρχαιότατη συνήθεια που διατηρήθηκε μέσα στους αιώνες. Στη Γιουτλάνδη, όπου η γερμανική επίδραση είναι πιο έντονη, αυτός ο τύπος σπιτιού λέγεται solskifte και η εσωτερική αυλή προορίζεται για τις οικογενειακές συγκεντρώσεις ή χρησιμεύει ως βοσκότοπος για τα ζώα. Οι Δανοί χωρικοί είναι από τους πιο πολιτισμένους γεωργούς του κόσμου. Παρακολουθούν σχολεία ανώτερης εκπαίδευσης, βρίσκονται πάντοτε μέσα στα νέα ρεύματα που έχουν σχέση με τη γεωργική μηχανοποίηση, μελετούν τα συστήματα καλλιέργειας. Γενικά, νομίζουν πως είναι πιο καλλιεργημένοι από τους κατοίκους των πόλεων. Αφιερώνουν τις μακριές βραδιές του χειμώνα στην ανάγνωση και είναι περήφανοι για τις μικρές αλλά ενημερωμένες βιβλιοθήκες τους. Με την ανύψωση του μορφωτικού επιπέδου και την αλλαγή του τρόπου ζωής, αχρηστεύτηκαν ή έχασαν μεγάλο μέρος από το αρχικό τους νόημα πολλές λαογραφικές εκφράσεις της αρχαίας Δ., που πια ανήκουν σε ένα ξεχασμένο παρελθόν. Έθιμα. Υπάρχουν και στη Δ. ξεχωριστά έθιμα, μορφές αθώας δεισιδαιμονίας, μικρές συνήθειες που μοιάζουν ριζωμένες στην καρδιά του λαού και που τον απολυτρώνουν από την ολοκληρωτική ισοπέδωση η οποία οφείλεται στην πρόοδο. Στα χωριά, για παράδειγμα, οι αρραβωνιασμένοι πιστεύουν ακόμα πως είναι καλό να χαρίζουν σε αυτές που πρόκειται να παντρευτούν ξύλινους κροτάλους, που στην αρχαιότητα τους χρησιμοποιούσαν για το χτύπημα των πλυμένων ρούχων στο ρυάκι. Πάνω σε αυτούς και πριν τους χαρίσουν στη μελλόνυμφη, σκαλίζουν με μεγάλη φροντίδα διάφορα σχήματα και χαράζουν στίχους αγάπης. Έτσι, σύμφωνα με την παράδοση, εξασφαλίζουν τύχη και ευτυχία στο ζευγάρι. Ένα άλλο δώρο του μνηστευμένου προς τη μνηστή του είναι η σανίδα του σιδερώματος. Σε αυτή τη σανίδα, ο μνηστήρας χαράζει με ένα πυρακτωμένο σίδερο το όνομά του, αναγραμματισμένο. Με αυτό τον τρόπο όσοι φθονούν το ζευγάρι θα ταλαιπωρηθούν να το διαβάσουν. Ακόμα, θεωρείται κακός οιωνός να χαιρετήσεις ένα πρόσωπο κάτω από μια πόρτα. Οι πόρτες στη Δ. είναι όλες ταμπού, από τις πόρτες των σπιτιών μέχρι τις εσωτερικές διαχωριστικές πόρτες και σε οποιοδήποτε κατώφλι, ακόμα κι αν είναι μιας αψίδας θριάμβου. Ένα χέρι απλωμένο μέσα από μια πόρτα έχει την έννοια μιας πραγματικής κήρυξης πολέμου. Κανείς Δανός δεν θα χαιρετούσε με αυτό τον τρόπο χωρίς να ταραχτεί. Στο Λίνγκμπι βρίσκεται το μεγαλύτερο υπαίθριο μουσείο, στο πάρκο Σόργκενφρι. Οι επισκέπτες περιφέρονται μέσα σε μια μαγευτική πόλη, κάτι σαν μια Ντίσνεϊλαντ αλλά για μεγάλους. Από τα καλύβια των Βίκινγκς μέχρι τα σπίτια των ψαράδων και των χωρικών, από τα παλιά εργαστήρια τέχνης μέχρι τα οχυρωματικά έργα του Μεσαίωνα, όλοι οι ρυθμοί της αρχιτεκτονικής υπάρχουν εδώ. Ακόμα και τα έπιπλα είναι της εποχής, όσο το δυνατόν αυθεντικά ή έστω τέλεια ανακατασκευασμένα, και πάνω στα έπιπλα επιδεικνύονται τα στολίδια και τα εργαλεία. Άντρες και γυναίκες δουλεύουν με τη στολή τους, εντελώς απορροφημένοι και πωλούν τα προϊόντα της δουλειάς τους –δαντέλες, υφάσματα από το τυλιγάδι τους, ξύλινα ή σιδερένια αντικείμενα, πίτες, γλυκά και διάφορες λιχουδιές μαγειρεμένες σύμφωνα με τον τρόπο των προγόνων μέσα σε πέτρινους φούρνους– στους τουρίστες που κάνουν τη βόλτα τους μέσα στους δρόμους. Στο μουσείο του Λίνγκμπι, που χτίστηκε πριν από πενήντα χρόνια με πρωτοβουλία του Μπέρναρντ Όλσεν, διευθυντή του Τίβολι, προστέθηκαν τώρα και άλλα στα διάφορα μέρη της Δ. Και όλα είναι πάντα γεμάτα από κόσμο. Διασκέδαση και σπορ. Οι Δανοί προτιμούν μορφές διασκέδασης εντελώς κοινές και μοντέρνες. Το Τίβολι της Κοπεγχάγης, μέσα στην καρδιά της πόλης, είναι συγχρόνως πάρκο, ζωολογικός κήπος, λούνα παρκ και εμπορικό κέντρο. Παρ’ όλα αυτά, δεν παρουσιάζει καθόλου την όψη εμποροπανήγυρης. Υπάρχουν από αίθουσες κοντσέρτου, θέατρα βαριετέ και οπερέτας, λίμνες με βάρκες για ενοικίαση, δρομάκια για τους ερωτευμένους και τα παιδιά και ένα μεγάλο θέατρο. Μόνο στην Κοπεγχάγη υπάρχουν 15 και είναι πάντοτε γεμάτα κόσμο. Όπως και οι άλλοι Σκανδιναβοί, οι Δανοί έχουν πάθος για τα σπορ και ιδιαίτερα για το κολύμπι, την ιστιοπλοΐα και την ποδηλασία. Το κολύμπι στα νερά της Βόρειας θάλασσας, που είναι παγωμένα ακόμα και τον Αύγουστο, απαιτεί ενέργεια, υγεία και κάποια στωικότητα. Το υποκατάστατο του ιστιοφόρου, στη διάρκεια του χειμώνα, είναι το πατίνι με πανιά, είδος μεγάλων ελκήθρων που με αυτά διοργανώνονται και μεγάλοι αγώνες ταχύτητας πάνω στις τεράστιες πλάκες πάγου που σκεπάζουν τη θάλασσα. Τα πανιά τους, φουσκωμένα από τον αέρα, οδηγούν μερικές φορές με μεγάλη ταχύτητα μέχρι τη σουηδική πόλη Μάλμοε.Σήμερα, τις παλιές ενδυμασίες τις φορούν μόνο ναυτικοί πληθυσμοί μερικών νησιών όπως στο Άμαγκερ κοντά στην Κοπεγχάγη, ή στο Φάνε. Εκεί οι ψαράδες φορούν φαρδιά παντελόνια, γιλέκα, κεντημένες ζακέτες και ψηλά κυλινδρικά καπέλα, ενώ οι γυναίκες τους τυλίγονται με απανωτές φούστες που συγκρατούν με κορδέλες. Για να προστατεύουν το κεφάλι τους από την άμμο φορούν μεγάλα πολύχρωμα μαντίλια που αφήνουν ελεύθερο μόνο το πρόσωπο. Οι άλλες τοπικές ενδυμασίες έχουν σχεδόν εξαφανιστεί. Η εξέλιξη και οι απαιτήσεις της μόδας οδήγησαν σε μια ισοπέδωση των παραδοσιακών συνηθειών. Σήμερα στη Δ. το μόνο πράγμα που αποτελεί μια έκφραση γνήσιας λαϊκής τέχνης είναι το πλέξιμο της δαντέλας.Οι Δανοί είναι δεινοί φαγάδες (η κατανάλωση τροφής σε θερμίδες είναι από τις μεγαλύτερες στον κόσμο). Τα γεύματα, αρχίζοντας από το πρόγευμα (μόργκενμαντ) παίρνουν στη Δ. διαστάσεις που αλλού είναι άγνωστες. Διάσημα είναι τα σμέρεμπρεντ, μια μεγάλη ποικιλία από σάντουιτς που τόσο πολύ αρέσουν σε όλους τους Σκανδιναβούς. Τα σμέρεμπρεντ μπορεί να είναι πικάντικα ή υπόγλυκα, αλλά είναι πάντα ορεκτικά και νόστιμα. Σε μερικά πολυτελή εστιατόρια μπορεί κανείς να μετρήσει μέχρι διακόσιες ποικιλίες από αυτά, και το νούμερο μεγαλώνει την ώρα του γεύματος. Στο σπίτι, φυσικά, τα πράγματα γίνονται πιο απλά, αλλά από το τραπέζι δεν λείπουν ποτέ τρεις ή τέσσερις ποικιλίες σμέρεμπρεντ, οι ρέγκες και ο σολομός, η μαρμελάδα από μύρτα, την οποία η Δ. παράγει σε μεγάλες ποσότητες, τα ρόντστικε και το γλυκό που συχνά βγαίνει από το προηγούμενο βράδυ και συνοδεύει το πρόγευμα, μουσκεμένο μέσα στο φρέσκο γάλα. Το μεσημέρι συνηθίζεται η επανάληψη. Το γεύμα αρχίζει κατά κανόνα με ζεστή σούπα. Το δεύτερο πιάτο αποτελείται συνήθως από ψάρι, βασική τροφή για όλους τους Σκανδιναβούς. Η δανέζικη κουζίνα είναι ολόκληρη μια ποικιλία ψαριού και οστρακόδερμων, μαγειρεμένων με έναν πικάντικο τρόπο που όμως συχνά είναι σκεπασμένα με αλευρώδεις ή γλυκόπικρες σάλτσες, που για να τις φάει κανείς πρέπει πρώτα να τις συνηθίσει. Ανάλογες σάλτσες χρησιμοποιούνται με το κρέας που είναι πάντοτε νοστιμότατο. Ανύπαρκτο όμως, εάν εξαιρεθούν μερικά πουλιά, είναι το κυνήγι. Η Δ., επειδή της λείπουν τα βουνά και τα δάση και επειδή κάθε σπιθαμή της γης είναι καλλιεργημένη, δεν έχει σχεδόν καθόλου κυνήγι. Για τους κυνηγούς δεν απομένει άλλο από το εύκολο κυνήγι των περιστεριών και των ορτυκιών. Χορταρικά υπάρχουν πολλά αλλά όχι σε πολλές ποικιλίες. Όπως οι Γερμανοί, έτσι και οι Δανοί καταναλώνουν πολλές πατάτες (Κartofler), βραστές, ψητές, τηγανιτές και μαγειρεμένες με κρέας και σάλτσα. Το άλλο εθνικό τους χορταρικό είναι το λάχανο, ειδικά το κόκκινο, που κάνει ακόμα πιο προκλητικά τα μπιφτέκια και τα φρικαντέλερ (τηγανητοί κεφτέδες με αλεύρι, γάλα και βούτυρο). Τέλος, όλοι στη Δ. έχουν μια προτίμηση στα γλυκά, που τα τρώνε πρωί και βράδυ χωρίς να νοιάζονται για τη σιλουέτα τους. Τα δανέζικα γλυκά είναι νόστιμα αλλά βαριά: χτυπημένο βούτυρο, κρέμα, σοκολάτα αποτελούν ένα μείγμα μαζί με ζύμη σφολιάτα. Ένα κλασικό γλυκό είναι το bondepige med slοr (που στην κυριολεξία σημαίνει χωρική με πέπλο), το οποίο φτιάχνεται με μήλο και ψίχα ψωμιού τοποθετημένα σε στρώματα εναλλάξ και ψήνεται στο φούρνο. Η μπίρα είναι το εθνικό ποτό της Δ.· την ακολουθεί το ρακί. Το σναπς της Όλμποργκ που γίνεται από σιτάρι και πατάτες είναι φημισμένο για την υψηλή του περιεκτικότητα σε αλκοόλ (από 38 μέχρι 45 βαθμούς). Πρωινό στην Κοπεγχάγη (φωτ. Πρεσβεία Δανίας). Φάρος στις όχθες της δυτικής ακτής της Γιουτλάνδης (φωτ. Πρεσβεία Δανίας). Η κουζίνα της Δανίας αποτελείται κυρίως από ψάρι, τη βασιλική τροφή των Σκανδιναβών. Παραδοσιακός χορός από το μπαλέτο Ringkobing, της Δανέζικης Λαογραφικής Εταιρείας. Η Δανία φημίζεται για την κουζίνα της. Στη φωτογραφία, το εσωτερικό ενός μοντέρνου εστιατορίου της Κοπεγχάγης (φωτ. Πρεσβεία Δανίας). Χαρακτηριστική μορφή ενός ψαρά στη Σκάγκεν, στο βόρειο άκρο της Δανίας. Η αναζήτηση της υπαίθρου, η αγάπη για της ομορφιές της φύσης είναι για τους Δανούς ένστικτο που η κάθε γενιά μεταδίδει στην επόμενη. Οι Δανοί χωρικοί θεωρούνται από τους πιο πολιτισμένους του κόσμου. Δανοί απολαμβάνουν τον ήλιο, σε υπαίθριο καφέ της Κοπεγχάγης. Το κέντρο της παλαιάς πόλης της Κοπεγχάγης είναι ο παράδεισος κάθε επισκέπτη, με την αγορά και τα αξιοθέατά του (φωτ. Πρεσβεία Δανίας). Στα διάσημα συγκροτήματα μπαλέτου του 20ού αι. συγκαταλέγεται μεταξύ άλλων και το Βασιλικό Μπαλέτο της Δανίας (φωτ. Πρεσβεία Δανίας). Ο Δανός μουσικός Καρλ Άουγκουστ Νίλσεν ήταν ο πρώτος που ξέφυγε από την επίδραση του ρομαντισμού, υιοθετώντας μία πολυτονική γλώσσα, έντονα αντιστικτική. Σκηνές από τρία αριστουργήματα του δανέζικου κινηματογράφου: επάνω, «Βαμπίρ» (1932) του Καρλ Τέοντορ Ντράγερ· στη μέση, «Ημέρα οργής» (1943) του Ντράγερ· κάτω, «Δίλημμα» (1962) του Χένινγκ Κάρλσεν. Το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στην Κοπεγχάγη. «Ανάγλυφο θέατρο», έργο του Δανού γλύπτη Ρόμπερτ Γιάκομπσεν. Η παλαιά μεγαλόπρεπη αίθουσα του Βασιλικού Θεάτρου της Κοπεγχάγης, όπως απεικονίζεται σε χαρακτικό του 19ου αι. «Σύνθεση» του ζωγράφου Ρίχαρντ Μόρτενσεν, ενός από τους αντιπροσωπευτικότερους οπαδούς του κονστρουκτιβισμού στη Δανία (φωτ. Guillemot). «Η δούκισσα Βιλελμίνη» του Τόρβαλντσεν (Μουσείο Αλβέρτου, Δρέσδη). «Προσωπογραφία ζωγράφου», έργο του Κρίστιαν Κέμπκε (Συλλογή Χίρσπρουνγκ, Κοπεγχάγη). Ο πύργος του Χίλεροντ (16ος αι.). Ο πύργος του Κρόνμποργκ είναι πιο γνωστός ως «ο πύργος της Ελσινόρης» μια και εκεί ο Σαίξπηρ είχε τοποθετήσει τον «Άμλετ» (φωτ. Ιgda). Μία μοντέρνα εκκλησία στη Δανία, κοντά στα γερμανικά σύνορα. Ο πύργος του Έγκεσκοβ σε αναγεννησιακό ρυθμό. ο Ρόσενμποργκ Σλοτ στην Κοπεγχάγη, χτισμένο με πρωτοβουλία του Χριστιανού Δ’, τον 17ο αι., μαρτυρεί την επίδραση της ολλανδικής Αναγέννησης. Το «Άρμα του Ήλιου» από μπρούντζο και χρυσά ελάσματα, προέρχεται από την Τρούντχολμ και αποτελεί το ωραιότερο σκανδιναβικό υπόδειγμα τέχνης από την εποχή του ορειχάλκου. Ο χρυσός βωμός του Λίζμπγιεργκ του 11ου αι., με εγχάρακτες σκηνές από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, θεωρείται αριστούργημα κατεργασίας και διακοσμητικής (Εθνικό Μουσείο, Κοπεγχάγη). Ρουνικός λίθος με μαγικές παραστάσεις (αυλή Εθνικού Μουσείου, Κοπεγχάγη). Ο πύργος του Κρόνμποργκ, στο Χέλσινγκερ. Ο Σέρεν Κίρκεγκορ, ο πρώτος εκπρόσωπος του θρησκευτικού υπαρξισμού, σε σχέδιο του Κρίστιαν Κίρκεγκορ (Εθνικό Μουσείο, Κοπεγχάγη). Ο Γιοχάνες Έβαλντ, πρόδρομος του δανέζικου ρομαντισμού. Ο Άνταμ Γκότλομπ Ελενσλέγκερ, ο κύριος εκπρόσωπος του δανέζικου ρομαντισμού. Η Κάρεν Μπλίξεν-Φίνεκε θεωρείται μία από τις πιο ενδιαφέρουσες φυσιογνωμίες της δανέζικης λογοτεχνίας του 20ού αι. Άγαλμα του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Το γραφείο του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν στην Κοπεγχάγη. Ο διάσημος συγγραφέας παραμυθιών που έχουν μεταφραστεί σε δεκάδες γλώσσες, είναι από τους καλύτερους ερμηνευτές της δανέζικης ψυχής. Ο αστρονόμος Τίχο Μπράχε υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους της επιστημονικής πεζογραφίας στο β’ μισό του 16ου αι. (συλλογή Μπερταρέλι, Μιλάνο). Η σημερινή βασίλισσα της Δανίας Μαργαρίτα Β’ (φωτ. Πρεσβεία Δανίας). Tα γερμανικά στρατεύματα εισβάλλουν στην Κοπεγχάγη, τον Απρίλιο του 1940. Μετά τη ναζιστική εισβολή αναπτύχθηκε στη Δανία ένα ηρωικό κίνημα αντίστασης. Ο βασιλιάς της Δανίας Φρειδερίκος Θ’ βασίλευσε από το 1947 έως το 1972. Αλλαγή φρουράς στα βασιλικά ανάκτορα του Αμαλίενμποργκ της Κοπεγχάγης. Ο Χριστιανός Ι’, τον Ιούνιο του 1940, στη διάρκεια ενός από τους καθημερινούς του περιπάτους με άλογο στους δρόμους της Κοπεγχάγης, που την κατείχαν οι ναζί. Το άγαλμα του βασιλιά Κανούτου του Μεγάλου στην Όντενσε. Η βασίλισσα Μαργαρίτα της Δανίας και ο ανιψιός της Ερρίκος της Πομερανίας, που ανέβηκε στον θρόνο της Δανίας με το όνομα Ερρίκος Ζ’, σε ένα μνημείο αφιερωμένο σε αυτούς, στην πόλη Βίμποργκ, την αρχαία πρωτεύσουσα της Γιουτλάνδης, στην οποία στέφονταν οι Δανοί βασιλείς. Ο βασιλιάς της Δανίας Χριστιανός Β’, σε προσωπογραφία του Γιαν Γκόσαρτ (Εθνικό Μουσείο, Χίλεροντ, Δανία· φωτ. Ιgda). Πρωσοπογραφία του βασιλιά της Δανίας Φρειδερίκου Β’ (φωτ. Igda). Η νεκρόπολη των Βίκινγκς στη Λίντχολμ Χέγε, κοντά στη Νέρεσουντμπι. Χαρτονόμισμα των 100 κορόνων Δανίας, που εκδόθηκε το 2002. Αεροφωτογραφία των εγκαταστάσεων μιας μεγάλης βιομηχανίας μπίρας, στην Κοπεγχάγη. Η τεράστια γέφυρα που ενώνει τη Σουηδία με τη Δανία, μήκους 16 χλμ., ονομάζεται «Γέφυρα Ερεζούντ», γνωστή και ως «Γέφυρα των Λαών». Συνδέει την Κοπεγχάγη με το Μάλμοε της Σουηδίας και αποτελείται από τρία τμήματα, μία γέφυρα, ένα τούνελ και ένα τεχνητό νησί (φωτ. Πρεσβεία Δανίας). Εργάτριες σε εργοστάσιο παιχνιδιών. Εργοστάσιο παραγωγής τούβλων και κεραμιδιών. Η αλιεία στη Δανία αποτελεί μία πατροπαράδοτη δραστηριότητα και ήταν ανέκαθεν σε θέση να ικανοποιεί την εσωτερική ζήτηση. Ο αλιευτικός στόλος της Δανίας είναι από τους σημαντικότερους στην Ευρώπη. Η κτηνοτροφία είναι ένας σημαντικός τομέας της δανέζικης οικονομίας. Καλλιέργεια ζαχαρότευτλων, που επικρατεί κυρίως στα νησιά Σγέλαντ, Λόλαντ και Φάλστερ. Μία παλιά δανέζικη αγροικία, απομονωμένη στο κέντρο ενός μεγάλου αγροκτήματος. Ο κεντρικός δρόμος του Όρχους, μιας από τις σημαντικότερες πόλεις της Δανίας, που αποτελεί σημαντικό οικονομικό και ναυτιλιακό κέντρο. Tο χωριό Κάλουντμποργκ στο νησί Σγέλαντ (φωτ. Titus). Τμήμα της δυτικής ακτής της Δανίας, χαμηλό και κρασπεδωμένο από θίνες, τις οποίες ο άνθρωπος προσπάθησε να «καθηλώσει» με τη βλάστηση. Οι ασβεστώδεις βράχοι του Μενς Κλιντ. Απλή, ήρεμη και γαλήνια μέσα στα δαντελωτά της τοπία, η Δανία έχει τη θάλασσα σταθερή διάσταση. Φωτογραφία των στενών του Κατεγάτη και του Σκαγεράκη, που χωρίζουν τη χερσόνησο της Γιουτλάνδης από τη Σκανδιναβική χερσόνησο, από δορυφόρο της ΝΑΣΑ, από ύψος 220 χλμ. (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov). Σύμβολο της Κοπεγχάγης, αλλά και ολόκληρης της Δανίας, η «Γοργόνα» κοσμεί την είσοδο του λιμανιού της δανέζικης πρωτεύουσας. Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001) Kοπάδι από αγελάδες στο Φρέντερικσχαβν. Συγκομιδή πατάτας στο Φρέντερικσουντ (φωτ. Sef).
Dictionary of Greek. 2013.